«Δεν ξέρω πότε και από ποιους καθιερώθηκε ο όρος «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα». Κι όσο κι αν όλοι αναγνωρίζουμε ποιους περιγράφει, δεν ξέρω τι ακριβώς σημαίνει. Ποια είναι η διαφορά κάποιου που θεωρείται ότι ανήκει σε «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα» από εσένα, φίλε αναγνώστη, που ανήκεις στην «αναίσθητη» κοινωνία. Και σε τι έγκειται η ευαισθησία του; Είναι κατατρεγμένος, είναι θύμα ρατσισμού, αισθάνεται βαρύ το χέρι του νόμου ενώ εσύ το απολαμβάνεις;
Κατά συνέπεια, ως μέλος της ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας δικαιούται ανοχή εκ μέρους των Αρχών, της πολιτείας και της κοινωνίας. Eίναι μεν υποχρεωμένος να στέλνει τα παιδιά του στο σχολείο, αλλά, όπως είπε και κάποιος εκπρόσωπός τους, το πολύ έως τα δώδεκα ή δεκατρία του χρόνια. Μετά έχει να φροντίσει τα παιδιά που απέκτησε εν τω μεταξύ, ενδεχομένως δε και τα εγγόνια του. Για να πάρει το επίδομα που προβλέπεται ειδικά γι’ αυτούς για κάποιο παιδί που πάει σχολείο, τα γράφουν και μετά εξαφανίζονται.
Δεν αντιλέγω ότι τα μέλη
των ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων κάνουν σκληρές και ανθυγιεινές δουλειές. Δεν
είναι εύκολο να αρπάζεις χαλκό και καλώδια σιδηροδρόμου ή τηλεπικοινωνιών.
Μέρος της ευαισθησίας τους είναι τα αλλεργικά συμπτώματα που εμφανίζουν όταν
βρεθούν αντιμέτωποι με στολή αστυνομικού. Η αλλεργία στην ήπια μορφή της
εκφράζεται με λιθοβολισμούς, στην πιο βαριά με πυροβολισμούς. Η ευαισθησία τους
είναι τόση που διαθέτουν οπλισμό, ενίοτε βαρύτερο από αυτόν της αστυνομίας. Και
γι’ αυτό η αστυνομία, σεβόμενη την ευαισθησία τους, δεν πλησιάζει σε περιοχές
τις οποίες ελέγχουν.
Το μόνο συμπέρασμα που μπορούμε να βγάλουμε είναι ότι οι προσπάθειες ένταξής τους στο κοινωνικό σύνολο έχουν αποτύχει οικτρά. Η πολιτεία τούς προσέφερε κατοικίες για να μη ζουν στους νομαδικούς καταυλισμούς. Συνέχισαν να ζουν με τον τρόπο που ζούσαν στους καταυλισμούς. Και προκειμένου να μην παραδεχθούμε την ήττα μας, αποφασίσαμε να τους αποκαλούμε «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα», κοινώς να τους προσφέρουμε την ασυλία του εξαιρετισμού.
Η
κατάστασή τους αναδεικνύει και την υποκρισία της πολιτικής ορθότητας. Αυτή
επιβάλλει να τους αποκαλούμε Ρομά, ενώ οι ίδιοι χρησιμοποιούν τα παραδοσιακά
τους ονόματα, τσιγγάνοι, όπως η Κάρμεν, γύφτοι, όπως ο Κώστας Χατζής. Το μόνο
βέβαιο είναι ότι η αλλαγή του ονόματος δεν τους βοήθησε να αλλάξουν οι ίδιοι.
Δεν βελτίωσε καν την κοινωνική τους θέση. Απλώς καθησύχασε τις συνειδήσεις ημών
των αναισθήτων. Κοινωνικό πρόβλημα απέναντι στο οποίο έχουμε σηκώσει τα χέρια».
(Αρθρο του Τ.Θεοδωρόπουλου από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου