«Τη σπρώχνουν στο έδαφος, της δίνουν άγρια χαστούκια, της τραβάνε τα μαλλιά, την κλωτσάνε. Τη χτυπάνε δύο και τρεις μαζί, ενώ το ανήλικο κοινό παρακολουθεί εκστασιασμένο και επευφημεί. Κάποια στιγμή, ένα νεαρό αγόρι ακούγεται να λέει «θα με κάνεις follow και θα μου το στείλεις»· αναφέρεται στο βίντεο της κακοποίησης, φυσικά: θέλει να έχει στο αρχείο του τον ξυλοδαρμό της 13χρονης συμμαθήτριάς του – πρόκειται για μοναδικής αξίας content. Οταν το θύμα σηκώνεται πια στα πόδια του, ένα άλλο αγόρι φωνάζει «Δεν φτάνει, πάμε, κι άλλο!», ενώ κάποιος ακόμη σχολιάζει «Κοίτα πώς έγινε το μαλλί της!», βρίσκοντας πολύ αστείο το γεγονός ότι ένα θύμα κακοποίησης μοιάζει με θύμα κακοποίησης.
Το περιστατικό του δημόσιου ξυλοδαρμού της 13χρονης έξω από σχολείο στο Περιστέρι είναι ανατριχιαστικό για πολλούς λόγους: για την ηλικία των εμπλεκομένων, για την ηδονή που αντλούν από τη βία, για όσα ζοφερά προοικονομεί το σκηνικό. Οι ανήλικοι διαψεύδουν για πολλοστή φορά τα διαχρονικά στερεότυπα που τους χαρακτηρίζουν κι από τα οποία οι ενήλικοι δεν λένε να απαλλαχθούν: όχι, τα παιδιά δεν είναι αθώα, δεν έχουν εξ ορισμού ευγενείς ψυχές και προθέσεις, δεν ονειρεύονται έναν ειρηνικό κόσμο γεμάτο καλοσύνη.
Τα παιδιά είναι επικίνδυνα. βασικός λόγος που αδυνατούμε να αναλύσουμε, πόσο μάλλον να θεραπεύσουμε, τη βία μεταξύ ανηλίκων, είναι η τάση μας να την αποδίδουμε σε εξωτερικές παραμέτρους – κοντινές στα παιδιά αλλά πολύ μακρινές από την πηγή του όποιου κακού. Το πρόβλημα είναι πυρηνικό· η διαπαιδαγώγησή τους: το σπίτι τους, οι γονείς τους, το σχολείο τους, το κράτος τους – όλες εκείνες οι θεσμικές δυνάμεις που τα διαμορφώνουν όχι ως χρήστες και καταναλωτές προϊόντων, αλλά ως άτομα.
Οποιος ψάχνει την αιτία της αποκτήνωσης των παιδιών, πρέπει να την αναζητήσει στα πρόσωπα που έχουν ηθική και νομική ευθύνη να μεγαλώσουν πολιτισμένους ανθρώπους, αλλά αποτυγχάνουν συστηματικά, και γι’ αυτό ρίχνουν την μπάλα στην εξέδρα.Οι συμμαθητές της 13χρονης δεν την ξυλοκόπησαν επειδή τους προέτρεψε να το κάνουν κάποιο τραπ κομμάτι ή επειδή παρακολούθησαν κάτι αντίστοιχο στο TikTok.
Ακόμη όμως κι αν η τραπ ή το TikTok είχαν τέτοια μαγική πειθώ, οι ανήλικοι θα έπρεπε να διαθέτουν στοιχειώδεις ηθικές και συναισθηματικές αντιστάσεις· τη χαρακτηρολογική ικανότητα να διακρίνουν το καλό από το κακό, και να θέσουν από μόνοι τους όρια στην ελευθερία τους.
Η ανενδοίαστη βία αυτού του είδους είναι δηλωτική ελλείψεων πολύ πιο καθοριστικών από την επίδραση εξωγενών παραγόντων: τα βίαια παιδιά είναι βίαια επειδή έχουν διδαχτεί από μικρά τη βία ή την ανοχή στη βία· επειδή κανείς δεν τα απέτρεψε από αυτήν εγκαίρως και αδιαπραγμάτευτα, με αποτέλεσμα να την υπολογίζουν τώρα ως μία ακόμα επιλογή προσωπικής ή συλλογικής έκφρασης.
Παράλληλα, το φαινόμενο είναι
ενδεικτικό της γενικότερης επιτρεπτικότητας απέναντί τους, η οποία δεν αποτελεί
μόνο προϊόν καταφάσεων αλλά και αναιμικών αρνήσεων: οι ανήλικοι συμπεριφέρονται
παραβατικά, επειδή απλώς μπορούν. Οι απαγορεύσεις έχουν πτωχεύσει, ενώ οι
συνέπειες δεν υπάρχουν καν. Το δόγμα της μηδενικής καταπίεσης έχει δημιουργήσει
ανθρώπους μηδενικής συμπόνιας· αφού όλα επιτρέπονται, μία ακόμα ξυλοκοπημένη
μαθήτρια έξω από το σχολείο δεν είναι και τίποτα τρομερό».
(Απόσπασμα
άρθρου του Άρη Αλεξανδρή από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου