«Mεταχρονολογημένο κατά μία μέρα το παρόν κείμενο, αλλά δεν πειράζει.
Πρώτο συμπέρασμα, οι διακοπές είναι ωραίο πράγμα τελικά. Όσο κι αν εκνευριζόμαστε όσο βρισκόμαστε στο νησί ή στο χωριό ή στο βουνό ή στον παράλιο οικισμό, στο τέλος μένουμε με μια γλυκιά γεύση. Μας ενοχλεί η αισχροκέρδεια, η πολυκοσμία, η αποκέντρωση του αθηναϊκού κυκλοφοριακού στην επαρχία, αλλά όπως και να το κάνουμε, άλλο είναι να βρίσκεσαι εκεί που σκάει το κύμα κι άλλο στο γραφείο επί της λεωφόρου Θηβών.
Δεύτερο συμπέρασμα, δεν έχει τόση σημασία πόσες μέρες διακοπές θα πας, αλλά να περάσεις κατά το δυνατόν καλά εκεί που θα καταλήξεις. Φυσικά, υπάρχει έναν minimum χρόνου για να μπορείς να χρησιμοποιήσεις τον όρο «διακοπές», ας πούμε ένα οκταήμερο τουλάχιστον, αλλά αυτό που έχει σημασία εν τέλει είναι να νιώσεις ότι πέρασες πραγματικά καλά. Καλά με τα δικά σου μέτρα και σταθμά. Έκαστος με τις διαθέσεις και τα γούστα του. Άλλος θέλει να κάνει διακοπές σαν καλόγερος κι άλλος σαν πανηγυριώτης. Δεν παρεξηγούμε και δεν κρίνουμε κανέναν.
Τρίτο συμπέρασμα, αυτή η συζήτηση που άναψε φέτος για τον «υπερτουρισμό» είναι άνευ νοήματος. Κανένας δεν μπορεί να κάνει τίποτα επ’ αυτού. Με εξαίρεση την κρουαζιέρα στην οποία είναι εφικτό να μπει ένα χρηματικό τέλος αποβίβασης για ορισμένα νησιά, όλοι οι άλλοι προορισμοί είναι και θα παραμείνουν ανοικτοί για κάθε επισκέπτη. Μόνο η αγορά στην ευρύτατη έννοια της μπορεί να αυξομειώσει τις τουριστικές μετακινήσεις, κανένας άλλος. Όπερ, αυτά που λέμε και γράφουμε εμείς, είναι θεωρίες άνευ πρακτικής εφαρμογής.
Τέταρτο συμπέρασμα, όσο θα υπάρχει πολυκοσμία οι τιμές δεν θα πέφτουν. Θα ανεβαίνουν. Μπορεί να ουρλιάζουμε, να ρίχνουμε ευθύνες στην κυβέρνηση ή στους αδηφάγους επιχειρηματίες, όσο όμως όσο τα μαγαζιά θα είναι γεμάτα πελάτες τόσο θα τους πιάνει φαγούρα να βάλουν κάτι παραπάνω στην τιμή ή έστω, να μην τη μειώσουν. Ρίξτε μια ματιά στα καράβια και θα καταλάβετε. Απαράδεκτα ψηλά τα εισιτήρια, όμως θέση στα πλοία δεν υπάρχει. Ε, όσο θα διατηρούνται αυτές οι πληρότητες, μην περιμένετε πτώση τιμών. Τιμές προς τα κάτω θα δούμε μόνο αν μειωθούν τα τουριστικά ρεύματα, αλλά τότε θα κλαίμε για άλλα πράγματα.
Πέμπτο συμπέρασμα, την κλιματική κρίση την αντιλαμβανόμαστε περισσότερο στην επαρχία απ’ ότι στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα νιώθουμε μόνο τη ζέστη, όλα τα άλλα είναι αόρατα. Ενώ στο χωριό βλέπουμε το ποτάμι που στέρεψε, τα δέντρα που σχεδόν ξεραίνονται, τα μποστάνια που δεν παράγουν κηπευτικά, τα δάση που αχνίζουν έτοιμα να αναφλεγούν, την έλλειψη νερού κάποιες ώρες την ημέρα. Στην ύπαιθρο συνειδητοποιούμε την κρισιμότητα της κατάστασης. Δεν θέλω να μας τρομάξω, αλλά αν περάσει άλλος ένας χειμώνας δίχως να βρέξει και να χιονίσει, τη βάψαμε πατριώτες.
Έκτο συμπέρασμα, στις διακοπές συνειδητοποιούμε και τα πραγματικά όρια της πολιτικής. Όσο ήσασταν ξαπλωμένοι στη θάλασσα, πόσες φορές σκεφτήκατε τις πράξεις του Μητσοτάκη ή τα καμώματα του Κασσελάκη ή την εκλογή αρχηγού στο Πασόκ; Ελάχιστες έως καθόλου, σωστά; Άρα, όλη αυτή η πολιτικολογία που μας κατατρώει τον υπόλοιπο χρόνο, τροφοδοτημένη από την τηλεόραση και τα social media, είναι μάλλον επίπλαστη. Μπορούμε να ζήσουμε και δίχως πολιτική ή μάλλον με λιγότερη πολιτική. Ίσως και να χρειάζεται τελικά…
Αυτό που βιώνουν φέτος η Μύκονος και η Σαντορίνη με τη σημαντική πτώση της επισκεψιμότητας τους, ήταν εύκολα προβλέψιμο για όποιον έχει κοινό νου. Πλην συνήθως, η απληστία μακελεύει την κοινή λογική. Ξενοδόχοι, εστιάτορες, ιδιοκτήτες μπαρ, ομπρελάδες των παραλιών και όλα τα παρεπόμενα συναφή επαγγέλματα, νόμισαν ότι είχαν βρει το κέρας της Αμάλθειας που ξερνά χρυσάφι δίχως σταματημό. Ε την πάτησαν λοιπόν, διότι όποιος πιστεύει ότι η μυθολογία έχει εφαρμογή στην πραγματική ζωή είναι επιεικώς ανόητος.
Ως πότε οι Σαντορινιοί θα πουλούσαν πανάκριβα το αποσπερίτικο στρίμωγμα στο τοιχίο για να χαζέψει ο επισκέπτης το ηλιοβασίλεμα;Αμ οι Μυκονιάτες; Τι φαντάστηκαν δηλαδή; Ότι η ουρά των πετρελαιάδων, των celebrities και των εκατομμυριούχων της δύσης ήταν τόσο ατέλειωτη, που θα οι «επιχειρηματίες» του νησιού μπορούσαν να ζουν αιωνίως κολακεύοντας και υπηρετώντας την ματαιοδοξία τους; Οπότε με τις εξωφρενικές τους τιμές έδιωξαν την ελληνική «πλέμπα», που για τα ελληνικά δεδομένα μια χαρά ευκατάστατοι άνθρωποι ήταν.
Το ίδιο θα πάθουν και στη Μύκονο και στη Σαντορίνη και αλλού που
νομίζουν ότι μπορούν να περιφρονούν ή να αποδιώχνουν τη μεσαία και τη σχετικά
εύπορη (ντόπια ή ξένη) τάξη προς όφελος των εκατομμυριούχων. Αν μην τι άλλο, θα
‘πρεπε να ξέρουν ότι ο Άραβας με την κελεμπία που ξεπλένει με σαμπάνια τα
ποδαράκια της συνοδού του από την άμμο της παραλίας, χρειάζεται γύρω του και
την πλέμπα για να τον κάνει χάζι, να τον ζηλεύει και να τον αποθεώνει. Αλλιώς,
δέκα ζάπλουτοι αναμεταξύ τους, είναι μια πολύ βαρετή παρέα. Δεν ξέρω αν με
καταλαβαίνετε».
(Αρθρο του Δ.Καμπουράκη από το liberal.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου