«Αυθόρμητα επικοινώνησα μαζί του. Με τον εξαιρετικό Γιαννιώτη δικηγόρο κ. Δ. Μπούκα, που συνέδραμε με θέρμη διαρκείας και συνείδηση την οικογένεια Γιακουμάκη άρα και την ψυχή του Βαγγέλη. Η απόφαση του Δικαστηρίου μετά από έξι ολόκληρα χρόνια που ας πούμε δικαίωσε τα αδικαίωτα αλλά παραλλήλως τα ονόματα των ενόχων που δεν επιτρέπεται να αναγραφούν λειτούργησαν σαν φωτιά μέσα μου. Κρυμμένοι. Αρουραίοι.
Δεν ήμουν δημοσιογράφος που του τηλεφώνησα, ήμουν μια πολίτης. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης είναι παιδί μας. Στα κεριά της φαμίλιας μου, πάντα και ένα δικό του. Ένα και για τον Βαγγέλη, ένα και για τον γιο του Δουρή (παλιά τραγική ιστορία). Ο θυμός μου για τη ράτσα «κλασόμαγκες» αναβλύζει ανέκαθεν καθαρός. Φαντάσου τους γονείς του Βαγγέλη! Φαντάσου τους γονείς του Βαγγέλη! Μπορώ να το επαναλαμβάνω 100 φορές.
Επικοινώνησα με τον κ. Δ. Μπούκα αυθόρμητα, χωρίς να τον γνωρίζω. Αυθόρμητα μου μίλησε κι εκείνος. Μεταφέρω τη συζήτησή μας από μνήμης. -Ξέρετε κ. Μπούκα, το γεγονός ότι δεν δημοσιοποιούνται τα ονόματα των ενόχων είναι κάτι που με τρελαίνει. -Δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν τα ονόματα για ανάλογες υποθέσεις. –Δηλαδή κ. Μπούκα. Τι εντέλει υπέστησαν αυτοί οι νέοι; Τι διάολο άλλαξε στη ζωή αυτών που οδήγησαν μια ψυχή στο απόλυτο αδιέξοδο; Αν κάνουμε έναν απολογισμό τι θα λέγαμε;
-Για τρία χρόνια θα ζούνε με τον φόβο πάνω από το κεφάλι τους. Για οποιοδήποτε σοβαρό ποινικό παράπτωμα κινδυνεύουν πλέον να μπούνε φυλακή. Επίσης δεν μπορούν να υπολογίζουν σε κάθε είδους εργασία καθώς για πολλές χρειάζεται καθαρό ποινικό μητρώο. -Θα τους τακτοποιήσουν οι γονείς σε δική τους δουλειά κ. Μπούκα. -Εγώ δεν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. -Θα σκεφτόμουν και την κοινωνική διαπόμπευση στον τόπο τους, αν έχουμε τους ίδιους ηθικούς νόμους.
-Θα μ' ενδιέφερε επίσης να γνωρίζω τι εντύπωση αποκομίσατε στην όποια επαφή μαζί τους αλλά και με τους γονείς τους; -Τι εννοείτε «στην επαφή μαζί τους και με τους γονείς τους»; Κυρία Βιτάλη ποτέ δεν τους γνώρισα ούτε αυτούς, ούτε τους γονείς τους. Ποτέ δεν εμφανίστηκαν σε κανένα Δικαστήριο. -Τι εννοείτε; -Αυτό που καταλαβαίνετε. Μόνο οι δικηγόροι εμφανίζονταν. Ποτέ εκείνοι, ούτε οι γονείς τους. Εμένα άλλωστε τι να μου πούνε; Στο κάτω κάτω, εγώ ήμουν ο «κακός», αυτός που κυνηγούσε την υπόθεση. Θα δικαιούνταν και να με μισούν. Τους γονείς του Βαγγέλη όμως;
-Δηλαδή θέλετε να πείτε ότι καμιά μάνα, κανένας πατέρας δεν πήρε ένα τηλέφωνο, δεν είπε μια κουβέντα, δεν επιζήτησε… Ποσοστιαία αν το δούμε… Μια! Ένας! Δεν ένοιωσε κάτι; -Όχι κυρία Βιτάλη, κανένας.
-Δηλαδή οι τραγικοί γονείς έπρεπε να διασχίζουν μια «Ελλάδα δρόμο», Κρήτη-Γιάννενα άπειρες φορές για να υπερασπιστούν την μνήμη, να παλεύουν με τους εφιάλτες όσων άκουγαν, να ξοδεύουν το βιός τους όλο, αυτό το βιός που έτσι κι αλλιώς έχασαν για πάντα και αντιστοίχως μια ομάδα ενόχων, όπως πλέον απεδείχθη, παρακολουθούσαν εκ του μακρόθεν; Και δεν ένοιωσαν ούτε ένα συγγνώμη; -Ακριβώς.
Αγαπητοί αναγνώστες. Πώς θα μπορούσα να κλείσω αυτή τη συνομιλία που σας μεταφέρω; Ντρέπομαι. Ντρέπομαι. Η ντροπή είναι το πιο περίεργο συναίσθημα. Την νοιώθει συνήθως αυτός που δεν τη δικαιούται και την αποδιώχνει αυτός που θα έπρεπε να τον λούζει. Ντρέπομαι για όλους αυτούς. Τα παιδιά και τα μάτια μας! Τα παιδιά και τα μάτια μας!
(Απόσπασμα άρθρου της Ρέας Βιτάλη από το protagon.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου