«Η χειρότερη θεσμισμένη αδικία εις βάρος της εργασίας και υπέρ (κάθε μορφής) κεφαλαίου βρίσκεται στη φορολογία τους. Πέρα από τις ασφαλιστικές εισφορές που πάνε σε ένα δαιδαλώδες σύστημα –το οποίο ευφημίζεται ως ασφαλιστικό και ουδείς γνωρίζει τι πληρώνει και τι δικαιούται– το κράτος τιμωρεί και διά της φορολογίας όσους εργάζονται. Οι συντελεστές επιβάρυνσης των εισοδημάτων από εργασία είναι πολλαπλάσιοι (φτάνουν μέχρι 45%), από εκείνους που επιβαρύνουν εισοδήματα από άλλες πηγές.
Για να το κάνουμε λιανά: ένας που βγάζει 100.000 ευρώ ετησίως από την εργασία του, θα δώσει μόνο στην εφορία, πάνω από το 1/3, δηλαδή περί τις 38.000 ευρώ. Κάποιος που κάθεται και εισπράττει ετησίως το ίδιο ποσό από τόκους ή μερίσματα θα πληρώσει 15.000 ευρώ. Για εισοδήματα από ενοίκια, ισχύει ένα κλιμακωτό σύστημα με αποτέλεσμα να υπερφορολογείται η ακίνητη περιουσία.
Αυτός ο τρόπος φορολόγησης αντίκειται σε κάθε σοσιαλιστική λογική, στην οποία ομνύουν δεξιές και αριστερές κυβερνήσεις. Αντίκειται όμως και σε κάθε καπιταλιστική λογική, διότι τα κέρδη των επιχειρήσεων που δεν θα γίνουν γλέντια, βίλες και ακριβά αυτοκίνητα, αυτά δηλαδή που θα παραμείνουν στην παραγωγή, φορολογούνται με υψηλότερο συντελεστή από τα διανεμόμενα».
(Π.Μανδραβέλης- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
«Ήταν Οκτώβρης του 1918 και η «Ισπανική Γρίπη», που αφάνισε δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων σ΄όλον τον κόσμο ,είχε ήδη φτάσει πρώτα στο Λιμάνι και, αμέσως μετά, και στη Χώρα της Σκύρου. Η αρρώστια χτύπησε με ιδιαίτερα τρομακτική σφοδρότητα, το νησί αυτό. Ο Κωνσταντίνος Φαλτάιτς – νεαρός δημοσιογράφος τότε – έγραψε και δημοσίευσε τον επόμενο χρόνο το βιβλίο του για τη «Γρίππη στη Σκύρο». Το βιβλίο του επανεκδόθηκε το 2006.
Στο βιβλίο περιγράφεται η ραγδαία κατάρρευση του ασθενούς: η γρίπη έπληττε ταυτόχρονα τα πνευμόνια, τα νεφρά, το συκώτι, την καρδιά, το κεντρικό νευρικό σύστημα – όλα σχεδόν τα όργανα. Προκαλούσε μεγάλες αιμορραγίες και προπαντός την απόγνωση και την τρέλα. Αρχικά, η έγνοια του κάθε ζωντανού- νεκρού ήταν πώς θα καταφέρει να θάψει τους δικούς ανθρώπους. Και πάντως πώς να απαλλαγεί απ’ αυτούς. Μεταφέρονταν τυλιγμένοι σε σεντόνια, πάνω σε βγαλμένες πόρτες, διπλωμένοι στα σαμάρια των ζώων. Οι προσφιλείς νεκροί είχαν γίνει αβάσταχτο βάρος για τους στενούς τους συγγενείς. Τα νεκροταφεία δεν χωρούσαν άλλους. ‘Όταν έβρισκαν κάποιον να σκάψει, τους έθαβαν όπου νάναι.
Οι μεθυσμένοι από την υπερβολική κατανάλωση κρασιού νεκροθάφτες δεν προλάβαιναν. Άνοιγαν κάτι ρηχούς λάκκους, απ’ τους οποίους, με το που δυνάμωνε η βροχή, πρόβαλαν άλλοτε κάποιο χέρι, τούφες μαλλιά ή κάποιο ρούχο του νεκρού. Δεκάδες έμεναν άταφοι στα σπίτια, σε αυλές, στους δρόμους ή σε σωρούς μέσα στις εκκλησίες.
(Γ.Κοντογιάννης –protagon.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου