«Είναι αλήθεια πως η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε και έγκαιρα και δραστήρια, αποκαλύπτοντας τις προθέσεις και τις προκλήσεις της Τουρκίας, σε όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη. Σχεδόν παντού γνώρισε την κατανόηση και μια φραστική συμπαράσταση. Κάποιες χώρες μάλιστα, όπως το Ισραήλ και η Γαλλία προχώρησαν και σε πιο ουσιαστική στήριξη.
Θα περιμέναμε όμως από όλα ανεξαιρέτως τα κράτη της ΕΕ να επιδείξουν μια συμπεριφορά ανάλογη με αυτήν του Ισραήλ και της Γαλλίας. Αντ' αυτού, με προεξάρχουσα την στάση της Γερμανίας, είμαστε μάρτυρες μιας πολιτικής ίσων αποστάσεων, στον βαθμό που εξισώνονται ο θύτης με το θύμα, ο απειλών με τον απειλούμενο.
Οι απόψεις του ανεκδιήγητου Μπορέλ, όπως αποτυπώθηκαν στον διάλογο του με την Γερμανίδα υπουργό Άμυνας, είναι ενδεικτικές. Ενδιαφέρεται για την ψυχική κατάσταση του Ντ. Ερντογάν, ο οποίος εκνευρίστηκε γιατί οι Έλληνες υπέγραψαν με την Αίγυπτο συμφωνία για τον καθορισμό της ΑΟΖ. Καμία λέξη για το αυτονόητο δικαίωμα μιας κυρίαρχης χώρας να υπογράφει συμφωνίες που εξυπηρετούν τα συμφέροντα της.
Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα με τον γραμματέα του ανύπαρκτου ΝΑΤΟ, ο οποίος αναμασά συνεχώς την γνωστή θέση για εφ΄όλης της ύλης διάλογο με την Τουρκία.Μάλιστα, η ΕΕ αποφάσισε να συζητήσει το αν θα επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία στα τέλη Σεπτεμβρίου, ενώ οι προκλήσεις των Τούρκων κρατούν σχεδόν δύο μήνες.Συστηματικά η ΕΕ της Γερμανίας παίζει καθυστερήσεις όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει την τουρκική επιθετικότητα κατά ενός κράτους - μέλους της.
Για να μην αναφερθώ στην προκλητική δήλωση της
καγκελαρίου Α. Μέρκελ που αναγόρευσε την Τουρκία σε παγκόσμιο παίκτη ιδίου
μεγέθους με τις ΗΠΑ, την Ρωσία και την Κίνα.Οι αγάπες δεν κρύβονται.Δυστυχώς οι
εταίροι μας, πλην Γαλλίας και Αυστρίας, μας φτύνουν κατάμουτρα».
(Απόσπασμα άρθρου του Σ.Μουμτζή από το liberal.gr)
«Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήρθε στην εξουσία υποσχόμενη μεταρρυθμίσεις. Σε ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα, όπως είναι το ασφαλιστικό, βλέπουμε ότι υπάρχουν ρυθμίσεις που γυρίζουν την κατάσταση πίσω και δεν ανταποκρίνονται ούτε στο αίτημα για δικαιοσύνη μεταξύ των γενεών ούτε στην ανάγκη της χώρας για ανάπτυξη.
Ο υπουργός εργασίας δεν είναι ο μόνος που προχωρά σε αντιμεταρρυθμίσεις. Ο υπουργός Υγείας διόρισε διοικητές στα νοσοκομεία με κριτήρια κάθε άλλο παρά αξιοκρατικά. Ο υπουργός Υποδομών, αντί να προχωρήσει, στην απελευθέρωση της αγοράς των υπεραστικών λεωφορείων, όπως προβλέπει η κοινοτική οδηγία, θέσπισε νέα προνόμια για το μονοπώλιο των ΚΤΕΛ.
Ο ίδιος υπουργός δίνει στην ιδιωτικοποιημένη ΤΡΕΝΟΣΕ 750 εκατομμύρια για να εκτελεί τα επόμενα 15(!) χρόνια δρομολόγια στην βόρειο Ελλάδα, όπου πολύ αργά τρένα πηγαινοέρχονται σχεδόν χωρίς επιβάτες. Η υπουργός Παιδείας κράτησε ανέπαφη την μετατροπή όλων των ΤΕΙ σε πανεπιστήμια που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε μόνο σε μεταρρυθμίσεις που δεν είχαν πολιτικό κόστος, αλλά πολιτικό όφελος. Τέτοιες ήταν η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου και ο νόμος για τις διαδηλώσεις. Η πλειονότητα των πολιτών είχε αγανακτήσει με αυτούς τους κραυγαλέους αναχρονισμούς και η κυβέρνηση πέτυχε εύκολες νίκες, απομονώνοντας την αξιωματική αντιπολίτευση που στήριζε εκφυλισμένες πρακτικές.
Επίσης, προφανές πολιτικό όφελος είχαν και οι μειώσεις των φόρων. Το ίδιο ισχύει και για την σημαντική δουλειά που κάνει το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης.Η κυβέρνηση αποφεύγει τις συγκρούσεις με τις συντεχνίες, τις ομάδες συμφερόντων και το κομματικό κατεστημένο, αφήνοντας τα προβλήματα να χρονίζουν. Φυσικά, η σύγκρουση δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μερικές φορές γίνεται αναπόφευκτη.
Το
ζητούμενο είναι κατοχύρωση της θέσης της χώρας σε έναν ανταγωνιστικό και
μεταβαλλόμενο κόσμο.Οι περισσότεροι υπουργοί προτιμούν να ρυθμίζουν παρά να
μεταρρυθμίζουν. Η τελική ευθύνη για τους
αντιμεταρρυθμιστές υπουργούς δεν αφορά τους ίδιους, αλλά τον πρωθυπουργό
που τους διόρισε, τους κρατάει και εγκρίνει την πολιτική τους».
(Απόσπασμα άρθρου του Σπ.Βλέτσα από την ΑΤΗensvoice)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου