«Σχεδόν το έχουμε συνηθίσει: Τα καλοκαίρια, να διαβάζουμε αναλύσεις ειδικών σχετικά με το τεράστιο ποσοστό ξηρασίας στο έδαφος, που λειτουργεί ως κύρια αιτία για τις μεγάλες, καταστροφικές, φονικές πυρκαγιές. Και τους χειμώνες, πότε να κοιτάζουμε τους παλιούς χάρτες με τις κοίτες ποταμών που θάψαμε για να χτίσουμε και πότε να ακούμε αναλύσεις για την αδυναμία συγκράτησης των νερών της βροχής επειδή κάηκαν τα δάση – αμφότερα ξυπνήματα του εφιάλτη νέων μεγάλων, καταστροφικών, φονικών πλημμυρών.
Στο ενδιάμεσο, καταναλώνουμε το νερό «σαν να μην υπάρχει αύριο» στο μπάνιο, στην κουζίνα, στον κήπο, για να καθαρίζουμε τα πεζοδρόμια –ή και το οδόστρωμα– από τις σκόνες, ενώ για χρόνια, αλόγιστα, αλαζονικά και αυθαίρετα στραγγίζαμε τη γη για να καλύψουμε τις ανάγκες των καλλιεργειών μας.
Τη μεγάλη εικόνα του παγκόσμιου χωριού συμπληρώνουν ειδήσεις που συνδέουν το θέμα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων με αιματηρά «παιχνίδια» πιέσεων γεωπολιτικού χαρακτήρα, με την προαναφερόμενη περίπτωση Ινδίας – Πακιστάν να προστίθεται σε σειρά άλλων όπως στην Αφρική, στη Μέση Ανατολή και αλλού.
Το εφιαλτικό παζλ ολοκληρώνεται –επί του παρόντος– με τη ζοφερή
πραγματικότητα που διαμορφώνουν στοιχεία σχετικά με τον αριθμό (πάνω από δύο
δισεκατομμύρια) ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, καθώς και για
τη σύνδεση του φαινομένου της λειψυδρίας με την αύξηση τουλάχιστον κατά 10% της
μετανάστευσης».
(Γ. Μπουρδάρας- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
«Τις προάλλες αθωώθηκαν όσοι κατηγορούνταν για την ομηρία και τη διαπόμπευση του πρύτανη του Οικονομικού Πανεπιστημίου. Είναι παραμύθι ότι η Ελλάδα είναι χωρισμένη στα δύο. Υπάρχει μια αδίστακτη μειονότητα η οποία παράγει θόρυβο και απειλεί. Και υπάρχει η συντριπτική πλειονότητα που απλώς δεν αντιδρά. Ο φόβος της κυβέρνησης απέναντι σ’ αυτήν τη μειονότητα είναι αταβιστικός. Είναι η κληρονομιά της Μεταπολίτευσης.
Αναρωτιέμαι πόσοι απ’ αυτούς που συμμετείχαν σ’ εκείνη τη διαδήλωση πριν από δεκαπέντε χρόνια αισθάνονται ενοχές για τους τρεις νεκρούς της Marfin. Και πόσοι απ’ αυτούς που βρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος, αλλά δεν είναι δολοφόνοι, έχουν το θάρρος να πουν αυτό που είδαν με τα μάτια τους. Αν δεν κάνω λάθος, οι δολοφόνοι δεν φορούσαν κουκούλες.
Δεκαπέντε χρόνια μετά
δεν βρέθηκε κανείς που έχει το θάρρος να τους περιγράψει στην αστυνομία;
Κρύβονται κι αυτοί μέσα στη μάζα, συνένοχοι των δολοφόνων. Κυβέρνηση,
αστυνομία, πανεπιστημιακές αρχές. Πώς είναι δυνατόν όλοι αυτοί οι βαρύγδουποι
να φοβούνται μερικές συμμορίες θρασύδειλων θορυβοποιών; Είναι σαφές ότι στον
τομέα της καταστολής η ελληνική κοινωνία έχει αποτύχει».
(Τ. Θεοδωρόπουλος- ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
«Άκουγα προχθές την κυρία Άννα Διαμαντοπούλου, με την συγκεκριμένη και εμπεριστατωμένη κριτική της προς την κυβέρνηση και σκέφτηκα πόσο τυχερός είναι ο πρωθυπουργός διότι δεν την έχει απέναντί του ως ηγέτιδα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αλλιώς αποφάσισαν οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ στις εσωκομματικές εκλογές και αυτή την επιλογή τους την καρπώνεται, εξ αντικειμένου, η κυβέρνηση.
Όμως ο λόγος της κυρίας
Διαμαντοπούλου υπάρχει και ακούγεται, αγνοώ όμως το πολιτικό βεληνεκές του. Πιο
πολύ ακούω τους μουσαφίρηδες της Νέας Δημοκρατίας να εκφράζονται θετικά προς το
πρόσωπό της παρά τους γηγενείς Πασόκους. Δηλαδή υποψιάζομαι ότι τα όσα λέει και
ο τρόπος που τα λέει έχουν μεγαλύτερο ακροατήριο εντός της κυβερνητικής
παράταξης παρά στον δικό της χώρο, του οποίου ένα σημαντικό κομμάτι τη θεωρεί
ξένο σώμα. Αυτό προκύπτει από τα δημόσια σχόλιά τους.
(Σ.Μουμτζής-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου