«Μόνο χθες, βρήκα στα Χανιά (όπου βρίσκομαι) τρεις ανθρώπους που μου είπαν ακριβώς το ίδιο πράγμα. «Δεν βρίσκουμε προσωπικό.» Ο ένας είναι ξενοδόχος, του λείπουν τέσσερις. Ο άλλος είναι εστιάτορας, χρειάζεται δύο. Ο τρίτος έχει parking, ψάχνει έναν.
Έχει περάσει σχεδόν η μισή σεζόν, αναζητούν προσωπικό από τέλη Φεβρουαρίου, αδύνατο να βρουν. Τους ρώτησα τι μισθό προσφέρουν. Ο ξενοδόχος κοντά στο χιλιάρικο μικτά, ο εστιάτορας παραπάνω μαζί με τα φιλοδωρήματα. Όταν άνοιξαν στο τέλος του χειμώνα πρόσφεραν λιγότερα. Αλλά και τώρα που αύξησαν τον μισθό που προτίθενται να δώσουν, πάλι δεν μπορούν να βρουν.
Καλά, ο ιδιοκτήτης του parking που προσφέρει περί τα οκτακόσια μικτά είναι καταδικασμένος να το δουλεύει μόνος του. Οι άλλοι δυο όμως; Πόσο να πληρώσουν; Αλλά, κατά τα λεγόμενα τους, το πρόβλημα υπάρχει ευθύς εξ αρχής, πριν η συζήτηση πάει στο θέμα της αμοιβής. Δεν υπάρχει καν προσφορά εργασίας. «Βάζω αγγελία στις τοπικές εφημερίδες και σάιτς, όμως μετά από μια βδομάδα έχω μόλις ένα τηλεφώνημα και αν. Κοντολογίς, δεν υπάρχει κόσμος που ψάχνει δουλειά» μου λένε.
Ζήτησα τη γνώμη τους για το φαινόμενο, γιατί πιστεύουν ότι συμβαίνει
αυτό; Μου είπαν τα ίδια πράγματα όλοι τους. Οι εκτός Κρήτης εποχιακοί που άλλα
χρόνια συνέρρεαν στο νησί, τώρα δεν έρχονται διότι δεν υπάρχουν σπίτια να
μείνουν ή αν βρουν είναι πανάκριβα. Πληρώνοντας 600 ευρώ νοίκι (αν βρει), δεν
τον συμφέρει όσα κι αν παίρνει από την εργασία του.
Για το ντόπιο εργατικό δυναμικό, οι επιχειρηματίες
(μικρομεσαίοι είναι, όχι τίποτα πολυεθνικές) έχουν καταλήξει σ’ ένα εξωφρενικό
συμπέρασμα. Πιστεύουν ότι τα νέα παιδιά δεν θέλουν να δουλέψουν. Αυτό βέβαια
είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, δείχνει όμως την απογοήτευση του μικρομεσαίου
εργοδότη που προσφέρει μια (κατά τη γνώμη του καλοπληρωμένη) δουλειά αλλά δεν
βρίσκει ανταπόκριση. Στο τέλος συμπεραίνει ότι όλοι γύρω του είναι τεμπέληδες.
Προφανώς, δεν συμβαίνει αυτό. Το ζήτημα είναι σύνθετο και πολυπαραγοντικό. Προφανώς, υπάρχουν κάποιοι εικοσάρηδες που προτιμούν τα λεφτά του ταμείου ανεργίας συν το χαρτζιλίκι του μπαμπά, παρά να τους βγαίνει η πίστη στη δουλειά. Αλλά η πλειοψηφία δεν είναι έτσι. Είναι όμως σαφές ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στην απαίτηση του δυνητικού εργαζόμενου και στις δυνατότητες του μικρομεσαίου εργοδότη. Ο νεαρός ή η νεαρή θα πάει να δουλέψει αν βρει μισθό πάνω από τα 1500 ευρώ, ο εργοδότης δεν μπορεί να τα προσφέρει αυτά, δεν τον συμφέρει.
Θα βρεθεί άραγε σημείο ισορροπίας ανάμεσα τους; Για φέτος αποκλείεται. Ούτε για του χρόνου το βλέπω. Για του παραχρόνου δεν ξέρω, ενδέχεται η αγορά να πάει σε πολύ ψηλότερους μισθούς από τους σημερινούς ή να βρεθεί ένας τρόπος εισαγωγής εποχιακών εργαζομένων από άλλες χώρες. Πάντως, και αυτό που συμβαίνει σήμερα, ο ένας ξενοδόχος να κλέβει τα γκαρσόνια του διπλανού του προσφέροντας ένα κατοστάρικο παραπάνω στη μέση της σεζόν, δεν είναι κανονικό πράγμα.
Ούτε είναι κανονικό να υπάρχει μάγειρος (ξέρω έναν τέτοιο) που από τον
Φεβρουάριο ως σήμερα έχει αλλάξει τρία μαγαζιά, καθώς κάθε δεκαπέντε μέρες του
κάνουν καλύτερη προσφορά για μεταγραφή. Και μόλις μείνει στον αέρα η κουζίνα
του εργοδότη που χάνει τον μάγειρο του, ανεβάζει υποχρεωτικά την προσφορά του
και κλέβει τον μάγειρο κάποιου άλλου. Δεν ξέρω αν μπορεί το κράτος να λύσει
αυτά τα προβλήματα. Υποθέτω πως όχι. Η αγορά πάντως δεν τα ‘ χει λύσει».
(Αρθρο του Δ. Καμπουράκη από το liberal.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου