«Στην Ελλάδα οποιαδήποτε συζήτηση για μείωση του ΦΠΑ, τουλάχιστον σε βασικά είδη διατροφής, σταματάει πριν καν αρχίσει, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις προς την κυβέρνηση από προμηθευτές και λιανεμπόρους, με την κυβέρνηση μεν να ισχυρίζεται ότι δεν το πράττει διότι φοβάται ότι δεν θα περάσουν οι μειώσεις στις τελικές τιμές, την ίδια ώρα δε να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τους εκπροσώπους της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου επιστρατεύοντας την παρωχημένη και, όπως αποδείχθηκε στο παρελθόν, αναποτελεσματική πρακτική της «συμφωνίας κυρίων».
Το 2020, εν μέσω πανδημίας δηλαδή, αλλά προ της εμφάνισης των πληθωριστικών πιέσεων, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, σε επίπεδα πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συγκεκριμένα κατά 5,4%.
Το 2020 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα ήταν στο 74% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, ενώ το 2021, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat, αυτό υποχώρησε περαιτέρω –λόγω πανδημίας– στο 65% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Τον Μάιο, εξάλλου, η Ελλάδα κατέγραψε τον πέμπτο υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, με βάση τις εκτιμήσεις της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή, κάτι που οφείλεται όχι μόνο στον πολύ υψηλό ενεργειακό πληθωρισμό, αλλά και στις πολύ μεγάλες ανατιμήσεις στα τρόφιμα.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική αγορά στην Ευρώπη όπου η αύξηση της τιμής στη χονδρεμπορική αγορά περνάει σε ποσοστό σχεδόν 100% στη λιανική, όταν σε άλλες χώρες αυτό περιορίζεται στο 20%-50% διότι λειτουργούν τα μακροπρόθεσμα διμερή συμβόλαια, που δεν υπόκεινται στις διακυμάνσεις της χρηματιστηριακής αγοράς.
Σε ό,τι αφορά τα καύσιμα, η υψηλή τιμή οφείλεται στους φόρους. Σύμφωνα
με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις 30 Μαΐου, η
Ελλάδα είχε την τρίτη υψηλότερη τελική μέση τιμή αμόλυβδης στην Ευρώπη (2,277
ευρώ/λίτρο), μετά τη Φινλανδία και τη Δανία. Ωστόσο, η προ φόρων τιμή ήταν η
12η υψηλότερη».
(Δ.Μανιφάβα-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου