«Πυροβολήστε με, δειλοί. Θα σκοτώσετε έναν άνθρωπο. Όχι τις ιδέες μου». Υποτίθεται πως είναι τα τελευταία λόγια του Τσε Γκεβάρα. Ο ίδιος, πριν τον πυροβολήσουν, είχε πυροβολήσει μπόλικους και αν είχε ζήσει θα πυροβολούσε άλλους τόσους. Όσο για τις ιδέες του, αυτές πέθαναν από πρόωρο γήρας. Έπασχαν από κάποια εκφυλιστική ασθένεια.
Δεν έχουν την ίδια άποψη με μένα οι επιμελητές της διαδικτυακής έκθεσης «Οπτικοποιώντας την ανθρωπότητα», που οργανώθηκε από τέσσερα μουσεία της χώρας μας. Τα λόγια του, όπως γράφουν στο εισαγωγικό κείμενο της έκθεσης, «ηχούν σαν ύμνος στα αναφαίρετα ανθρώπινα δικαιώματα για τα οποία εκείνος είχε παλέψει». Ο,τι πιο ταιριαστό για μια έκθεση που φιλοδοξεί να υπερασπιστεί τις «ανθρωπιστικές αξίες πάνω στις οποίες δομήθηκε η Ευρώπη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο».
Δεν ξέρω πώς ο Τσε υπερασπίσθηκε τις αξίες της Ευρώπης. Εκείνο που ξέρω είναι πως πούλησε εκατομμύρια T-shirts και αφίσες. «Animus immortalis est» τιτλοφορείται το τμήμα της έκθεσης το οποίο εισάγει ο θρύλος της επανάστασης. Ακόμη και όσοι αμφιβάλλουν για την αθανασία της ψυχής οφείλουν να παραδεχθούν ότι μια μορφή αθανασίας προστατεύει ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Αυτές απαγορεύουν στους νευρώνες να αντιδράσουν, με αποτέλεσμα να τους καλύπτουν με την ακινησία της σκέψης που οι κοινοί θνητοί αποκαλούν ευήθεια – με την καλή σημασία.
Διαβάζεις το κείμενο για την έκθεση και σκέφτεσαι ότι όποιος το έγραψε είναι σοφός – και ολίγον ποιητής. Στη χώρα μας, ως γνωστόν, η σοφία, όταν δεν εκφράζεται από τραγουδοποιούς, υιοθετεί τη μορφή του πεζοτράγουδου. Με εφαλτήριο του λυρισμού τους τον ανθρωπισμό του Τσε, περνάνε ατομικές ελευθερίες, εθνικές ταυτότητες, «συλλογικότητες», εμφύλιους, κατοχές, φυλετικές διακρίσεις. Σοφία μεν, κάπως τρικυμισμένη δε.
Αυτά έχει η σοφία για τους κοινούς αρθρογράφους. Είναι δυσνόητη. Αυτοί είναι επιμελητές σε τέσσερα μουσεία σύγχρονης τέχνης. Κατά τεκμήριον παρακολουθούν τι γίνεται στον κόσμο μας. Τι τους εμποδίζει να δουν ότι όταν εννοούμε ανθρωπιστικές αξίες στην Ευρώπη δεν εννοούμε το ίδιο που εννοούσε ο Τσε; Επιμελητές μουσείων, άρα μέλη της πνευματικής ελίτ.
Όταν η πνευματική
ελίτ δεν έχει ξεκολλήσει από τα στερεότυπα της δεκαετίας του ’60, δεν έχει
πετάξει το μπλουζάκι με τον Τσε, τότε γιατί απαιτείς από τον Θύμιο Λυμπερόπουλο
να δεχθεί ότι ο κόσμος άλλαξε και συνεχίζει να αλλάζει; Παραφράζοντας τον
Πόπερ, θα πω ότι οι ελίτ δεν έχουν περισσότερα δικαιώματα στην ευήθεια. Έχουν
αυξημένες υποχρεώσεις. Και η «επιμελητική (sic) ομάδα της Εθνικής Πινακοθήκης»
που υπογράφει το πεζοτράγουδο για τον Τσε κάνει ό,τι μπορεί για να τιμήσει τον
ρόλο της».
(Άρθρο του Τ. Θεοδωρόπουλου από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου