«Πριν από 20 χρόνια, η υπηρεσία «αναγνώρισης κλήσεων» λογιζόταν ως ρωγμή στην ιδιωτικότητα. Καλούσες και έβλεπαν από πού καλούσες. Ηταν φοβερό! Στο περιβάλλον εκείνης της αδικτύωτης κουλτούρας, η ιδέα 20 πειραματόζωων που προσφέρονται να εκθέσουν την ανία τους στο κοινό βλέμμα είχε αξία σοκ.
Σήμερα, που το οικειοθελές ξεφλούδισμα του πιο στενού πυρήνα του ατομικού βίου είναι όρος ύπαρξης· σήμερα που υπάρχεις στην ψηφιακή σφαίρα μόνο αυτοφωτογραφιζόμενος, ποιος σοκάρεται; Ποιος θα είχε έστω και σκέτη περιέργεια για έναν γυάλινο κλωβό όπου σε φουσκωτούς καναπέδες σχολάζουν προγλωσσικά όντα;
Αυτό το θέαμα –που δεν προσποιείται καν ότι είναι αστείο ή μελό, ούτε σκηνοθετικά φροντισμένο ούτε ανεπιτήδευτο trash– μόνο ως ταριχευμένη τηλεοπτική εμπειρία θα μπορούσε να επιστρέψει. Σαν πρώην σκάνδαλο από την εποχή, κατά την οποία τα μεγάλα media μπορούσαν να διατηρούν την ακτινοβολία τους παίζοντας τα ρέστα τους στο χρηματιστήριο της φτήνιας.
Βεβαίως, θα απαιτούνταν νέα εφέ για να κάνουν τη μούμια να περπατήσει. Οπως το εφέ που εισήγαγε ο ανανήψας παρουσιαστής. Στην πρεμιέρα του σόου, ο Μικρούτσικος συνέδεσε τον «Μεγάλο Αδελφό» με τον δικό του μεγάλο αδελφό – προβάλλοντας, μάλιστα, την όψη του νεκρού σαν αξεσουάρ ενός σκηνικού επιεικώς εχθρικού προς την αισθητική στην οποία είχε αφιερώσει τη ζωή του ο εκλιπών. Ηταν μια μετα-ειρωνική σύληση που προείκαζε όσα έμελλε να ακολουθήσουν.
Οσα ακολούθησαν –ο κτηνώδης εγκωμιασμός της σεξουαλικής βίας σε ζωντανή διαδικτυακή μετάδοση και η θεατρική αποπομπή του εγκωμιαστή– δεν ήταν ακριβώς ατύχημα. Καταστατικός σκοπός του εγχειρήματος ήταν ο σταβλισμός ακριβώς αυτού του είδους της πανίδας χοντρών στερεοτύπων – τύπων που είναι ικανοί να προσφέρουν, χωρίς να το εννοούν, σκανδαλισμό και ψευτοπορνογραφική συγκίνηση.
Πορνογραφική όχι μόνο κυριολεκτικά, με τη δήθεν τυχαία επίδειξη σάρκας, αλλά και μεταφορικά, ως ξεγύμνωμα της ωμής βλακείας. Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να απολαύσει ο θεατής ενός τέτοιου θιάσου είναι μόνο η αίσθηση ότι ο ίδιος δεν είναι σαν αυτούς που βλέπει. Και όμως. Ο τύπος που αποπέμφθηκε δεν είναι και τόσο σπάνιος. Είναι ανατριχιαστικά αναγνωρίσιμος. Σπάνια είναι η αντίδραση που προκάλεσε – και που δείχνει ότι το συλλογικό ήθος δεν είναι πάντα όπως καθρεφτίζεται στα μιντιακά του κάτοπτρα.
«Αν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων ενδιαφέρεται για την ελευθερία
του λόγου, θα υπάρχει ελευθερία του λόγου, ακόμη και αν ο νόμος την
απαγορεύει», έγραφε στα 1945 ο Τζορτζ Οργουελ. Για να περιγράψει κανείς αυτό
που συνέβη τα τελευταία εικοσιτετράωρα, μπορεί να παραφράσει τον Οργουελ: Αν οι πολλοί ενδιαφέρονται για την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια, για την ισότητα και την ιδιωτικότητα, θα υπάρχει σεβασμός στην
αξιοπρέπεια, την ισότητα και την ι iδιωτικότητα».
(Αρθρο του Μ. Τσιντσίνη από την ΚΑΘΗΜEΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου