«Η φύση είναι άδικη. Άλλον τον κάνει όμορφο, άλλον αδύνατο.
Άλλον ψηλό, άλλον κοντό. Άλλος μεταβολίζει ένα βόδι σε δύο ώρες, άλλος θα
φορτωθεί στο βάρος του ακόμη και το δεύτερο σοκολατάκι που θα δοκιμάσει
(προσωπικό το δράμα εν προκειμένω). Άλλον έξυπνο και άλλον ηλίθιο. Ώπα. Εδώ
έχουμε και μια παραλλαγή. Ο ηλίθιος, συχνά προκειμένου να επιβιώσει, αναπτύσσει
ένα χάρισμα που του επιτρέπει να επιπλέει, όπως επιπλέουν οι φελλοί: την
κουτοπονηριά.
Ο ανίκανος, ο κομπλεξικός και ταυτόχρονα ευηθής, αναπτύσσει
την κουτοπονηριά και κατορθώνει τοιουτοτρόπως να ελίσσεται ανάμεσα στις
καταστάσεις και να γλιτώνει τις κακοτοπιές.
Όμως υπάρχει ένα μειονέκτημα. Η κουτοπονηριά, φαίνεται. Είναι
εύκολο να διαπιστωθεί, διακρίνονται πάντοτε οι ραφές στο κοστούμι που φοράει,
και κυρίως, γίνονται αντιληπτοί από τον μη αφελή αρκετά εύκολα, οι σκοποί που
υπηρετεί.
Κάπως έτσι την πάτησε κι ο Λάκης μας. Ο Λάκης είναι ένας
κουτοπόνηρος βλάχος -κανένα υπονοούμενο για τους βλαχικής καταγωγής, η αναφορά
εδώ αφορά νοοτροπία κι όχι κατηγόρημα καταγωγής- που αφού για χρόνια
πολιτεύτηκε ως αντιεξουσιαστής καλλιτέχνης αγκαλιά με το κατεστημένο και τους
χυδαιότερους εκπροσώπους που αυτό ανέδειξε, ανέλαβε στα χρόνια της κρίσης το
ρόλο του προπαγανδιστή του κατεξοχήν πολιτικού φορέα της κουτοπονηριάς, του
ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, αυτού του ρόλου του ο κουτοπόνηρος
Λάκης, (που ως κουτοπόνηρος, είπαμε, δεν είναι ευφυής) πάτησε μια μπανανόφλουδα
που ο ίδιος πέταξε στον εαυτό του, φθάνοντας στο μη περαιτέρω, όταν προσέβαλλε
τα ΑΜΕΑ, πάνω στη λύσσα του για τον Βολφγκάνγκ Σόιμπλε.
Κι είδε, ακόμη και φανατικούς φίλους της προπαγάνδας του να
παίρνουν αποστάσεις, είδε χορηγούς να τον εγκαταλείπουν με θόρυβο, είδε τις
ενώσεις των ΑΜΕΑ να του πετούν στα μούτρα την υποκριτική συγνώμη του, όπου
προσπαθούσε -πάλι με κουτοπονηριά- να πει ότι δεν είπε αυτά που είπε.
Αλλά ο κουτοπόνηρος βλάχος, εκεί που λέει πως «πάει, δεν το
σώζουμε», αφουγκράστηκε «τον παλμό της κοινωνίας, το πού χτυπάει η καρδιά του
Έλληνα» και βρήκε την ευκαιρία να ξεσπαθώσει, να κάνει ρελάνς και να
ξαμακερδίσει το χαμένο ποίμνιο.
Πώς; Πάνω σε έναν νεκρό άνθρωπο. Χτύπησε λοιπόν ο Λάκης, μετά
το θάνατο του Παντελή Παντελίδη, με κείμενό του στο altsantiri που αναδημοσιεύει κι ο enikos, και που κατακεραυνώνει ο Λάκης εκείνους που
άσκησαν κριτική στον Παντελίδη, αναφορικά με το τραγούδι για τα κατεχόμενα.
Αφού εντάσσει μέσα μια παράγραφο γελοίας πατριδοκαπηλείας υπέρ
Κύπρου, που ο Γιώργος Νταλάρας, τον οποίο τόσο είχε σατιρίσει και μέχρι
μάρτυρας εναντίον του στη γνωστή υπόθεση με τον Τζίμη Πανούση είχε βρεθεί, δεν
αποτόλμησε ποτέ, μιλάει για το πόσο τον τάραξε ο θάνατος του άτυχου
τραγουδιστή, πόσο βαθιά τον συγκίνησε ο πόνος της μητέρας του, πόσο τον
εξόργισαν όσοι τον κατέκριναν για το τραγούδι για τα κατεχόμενα, αφήνοντας και
μια υπόνοια ότι αυτοί ευθύνονται για το θάνατό του, κολακεύοντας πάλι το
αίσθημα εκείνων που χρεώνουν το θάνατο «στη γλωσσοφαγιά» και που προφανώς
θεωρούν πως το χτύπημα ξύλου, χαρίζει την αθανασία.
Κι έτσι κάπως, ο κουτοπόνηρος Λάκης, θεώρησε πως γυρίζει την
παρτίδα. Ο κόσμος θα τον ξαναγκαλιάσει, θα ξεχάσει το χυδαίο ρατσιστικό του
παραλλήρημα, θα του δώσει την πολυπόθητη άφεση αμαρτιών που υποκριτικά ζήτησε
και γι’αυτό δεν έλαβε.Είπαμε όμως. Το κακό με την κουτοπονηριά είναι ότι στους μη
πονηρούς και κουτοπόνηρους, γίνεται εύκολα αντιληπτή, καταλαβαίνουν που
αποσκοπεί, διακρίνουν τα κίνητρα της. Δε σε πήρε ο πόνος Λάκη για τον Παντελή
Παντελίδη. Το τομάρι σου σε νοιάζει, να κολακέψεις πας, σκυλεύοντας τη μνήμη
ενός νεκρού ανθρώπου.
Δεν μου κάνει εντύπωση. Από έναν άνθρωπο που θεωρεί λειψό ή κακό
ή κομπλεξικό κάποιον που ζει καθηλωμένος σε αναπηρική καρέκλα, δεν θα μπορούσα
να περιμένω τίποτα καλύτερο».
(Άρθρο του Β.Κ. ή κατά κόσμον Σουλεϊμάν αλ Κανουνί από το "Παρατηρητήριο")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου