«Το Μισθοδικείο έκρινε τις περικοπές των μισθών των δικαστικών
λειτουργών αντισυνταγματικές και επιπλέον απένειμε και στους δικαστές το
προνόμιο που έχουν οι βουλευτές να είναι αφορολόγητο το 25% του μισθού τους. Το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές τις περικοπές αποδοχών των
ενστόλων, το Ελεγκτικό Συνέδριο αντισυνταγματικές τις περικοπές των
συνταξιούχων δικαστικών. Επεται η κρίση για τις περικοπές όλων των ειδικών
μισθολογίων.
Είναι πια φανερό ότι η δικαστική εξουσία θεωρεί ότι έχει την
αρμοδιότητα να καθορίζει το μισθολόγιο του Δημοσίου και κατ’ επέκταση ένα
μεγάλο μέρος της δημοσιονομικής πολιτικής της χώρας. Φυσικά, από καμία
συνταγματική διάταξη δεν προκύπτει η δικαιοδοσία της να καθορίζει τους μισθούς
και τις συντάξεις του Δημοσίου. Εχει «υφαρπάξει» αυτήν την αρμοδιότητα και το
έχει κάνει με τρόπο αυθαίρετο και προκλητικό.
Στο παρελθόν, από τις στήλες της «Κ» έχω ασκήσει κριτική στις
σχετικές αποφάσεις και δεν σκοπεύω να το επαναλάβω. Περιορίζομαι να πω ότι
πρόκειται για νομικές κατασκευές, που απλούστατα δεν είναι υποστηρίξιμες.
Στο
μέλλον, θα αποτελούν υπόδειγμα αυθαιρεσίας και μόνο με τη γενική κρίση που
διέρχεται η κοινωνία μας θα μπορούν να κατανοηθούν.
Εκ των πραγμάτων, έχει διαμορφωθεί μια κατάσταση μέσα στην
οποία η δικαστική εξουσία διεκδικεί ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο. Από μία άποψη
είναι, βεβαίως, ειρωνικό ότι η πλέον αποτυχημένη κρατική λειτουργία
αναδεικνύεται σε αποφασιστικό πολιτικό παράγοντα.
Πράγματι, όπως είναι γνωστό, η δικαστική λειτουργία αδυνατεί
να επιτελέσει το βασικό έργο της, δηλαδή να επιλύει τις διαφορές των πολιτών
μέσα σε εύλογο χρόνο. Δεν έχουμε απλώς καθυστέρηση εκδίκασης των υποθέσεων,
αλλά ευρείας έκτασης αρνησιδικία. Η τεράστια δυσλειτουργία της επιχειρείται να
καλυφθεί με έναν δίχως αρχές ακτιβισμό, που επιδιώκει να φαίνεται αρεστός στην
κοινή γνώμη. Το χειρότερο είναι ότι χρησιμοποιώντας παραδοσιακά
επιχειρήματα για ανεξαρτησία της δικαστικής λειτουργίας, οι δικαστές
απορρίπτουν κάθε ιδέα ελέγχου και θεσμοθετημένης παρέμβασης από τις άλλες
εξουσίες.Η μόνη παρέμβαση που προβλέπεται σήμερα είναι ο διορισμός της
ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την κυβέρνηση. Και σε αυτήν, όμως,
αντιδρούν, υποστηρίζοντας ότι πρέπει να τηρείται η επετηρίδα ή να εκλέγουν οι
ίδιοι την ηγεσία τους.
Με άλλα λόγια, επιδιώκουν μια εντελώς ανέλεγκτη εξουσία από
ανθρώπους που αρχίζουν τη σταδιοδρομία τους από τη Σχολή Δικαστών και στη
συνέχεια, ακολουθώντας μια δημοσιοϋπαλληλική πορεία, φτάνουν με την πάροδο του
χρόνου στα ανώτατα αξιώματα. Αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να καθορίζουν οι ίδιοι τους μισθούς
και τις συντάξεις τους, τις προαγωγές τους, την ηγεσία τους και το κυριότερο να
αποφαίνονται τελικά για κάθε κοινωνικό ζήτημα, από το ύψος των προστίμων για
παράνομο παρκάρισμα μέχρι τη δημοσιονομική πολιτική της χώρας.
Κι αν κάποιος τους ασκήσει κριτική, εξανίστανται και τον
κατηγορούν ότι δεν σέβεται τη Δικαιοσύνη, την ίδια στιγμή που οι
συνδικαλιστικές ενώσεις τους κατακεραυνώνουν κάθε λίγο και λιγάκι τη νομοθετική
ή την εκτελεστική εξουσία.Στις συζητήσεις που γίνονται για την αναθεώρηση του
Συντάγματος, οι διάφορες αναζητήσεις για μια ισορροπία στη λειτουργία του
πολιτεύματος αφορούν άλλα πολιτειακά όργανα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τη
Βουλή ή την κυβέρνηση. Αν, όμως, οι διαπιστώσεις που προανέφερα είναι ορθές,
τότε το μεγάλο ζητούμενο της αναθεώρησης πρέπει να είναι ο επαναπροσδιορισμός
της δικαστικής εξουσίας και η σχέση της με τις άλλες λειτουργίες του κράτους[...]
Η απονομή της δικαιοσύνης στη χώρα μας αποδεικνύει ότι πολλές
φορές τα μεγάλα προβλήματα δεν οφείλονται ούτε στα χρήματα που ξοδεύουμε ούτε
στον αριθμό των ανθρώπων που απασχολούνται με αυτήν. Οι δικαστές μας ανά
κάτοικο είναι περισσότεροι από αυτούς άλλων χωρών και οι αποδοχές τους οι
υψηλότερες του Δημοσίου. Πιστεύει κανείς ότι κάτι θα αλλάξει αν διπλασιάσουμε
τον αριθμό τους ή τις αποδοχές τους; Αλλος δρόμος από ριζικές μεταρρυθμίσεις
δεν υπάρχει.
(Απόσπασμα άρθρου του Στ.Τσακυράκη, καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου