«Έχω
σκεφτεί πολλές φορές με τρόμο πώς να είναι να σε περικυκλώνει η φωτιά και να
μην υπάρχει τρόπος διαφυγής. Να είναι όλοι οι δίοδοι κλεισμένοι και να τρέχεις
να σωθείς από τις φλόγες και από την ασφυξία του καπνού. Επειδή εκεί που πάω τα
καλοκαίρια είναι σε ένα βουνό της Εύβοιας, έναν επίγειο παράδεισο άγριας
εξοχής. Πιο πάνω, όσο ανεβαίνουν οι πλαγιές, αρχίζουν τα πεύκα, κι έπειτα
πιάνουν τα έλατα που σκαρφαλώνουν τις κορυφογραμμές της Δίρφυς.
Εκεί που
κατασκηνώνουμε έχει πουρνάρια και ελιές, που συνεχίζουν σε πυκνά αδιαπέραστα
στρώματα στο κατέβασμα, με κατάληξη τις απόκρημνες βραχώδεις ακτογραμμές που
ρίχνονται κάθετα στη θάλασσα. Πανέμορφο μέρος, αλλά άγριο. Για να φύγεις πρέπει
να διαβείς όλο το βουνό, να το ανέβεις και μετά να το κατέβεις, πράσινο παντού
και δάσος, γκρεμοί με θέα το Αιγαίο. Κι η θάλασσα όταν σηκώνουν τα μποφόρ, τότε
που ο ζεστός άνεμος φέρνει δυσοίωνους συνειρμούς, γίνεται απροσπέλαστη, τα
κύματα σκάνε μανιασμένα στους κοφτερούς βράχους.
Κι αν καθόλου δεν με βοηθάνε
τέτοιες σκέψεις, πώς θα μπορούσαν άλλωστε, έρχονται ενστικτωδώς.Όπως
ενστικτωδώς μπορεί να σκέφτεται κανείς με τρόμο τους θανάτους που συμβαίνουν σε
συνθήκες πανικού, ξαφνικά και αναπάντεχα, ενώ μπορεί να βρίσκεσαι στο μετρό ή
σε μία αίθουσα συναυλίας, ή σε μία σχολική αίθουσα, όταν βλέπεις δίλπα σου
μαζικά ανθρώπους να πεθαίνουν. Όταν πέφτεις θύμα μιας τρομοκρατικής επίθεσης,
της επίθεσης ενός φρενοβλαβούς ή ενός καταστροφικού σεισμού.
Οι μαζικοί θάνατοι
έχουν κάτι το αβάσταχτο αν αναλογιστείς, ενστικτωδώς πάντα, τον πανικό και την
απόγνωση της στιγμής πολλαπλασιασμένα.
Είναι όμως και μια άλλη σκέψη, που νομίζω πως κάνει κανείς ασυναίσθητα.
Όταν βρίσκεσαι σε μια συνθήκη ανεμελιάς, σε μια ταβέρνα, όταν είσαι μαζί με
άλλους ανθρώπους σε μια κανονικότητα διακοπών, στην παραλία, όταν είσαι μαζί με
πολλούς άλλους, το μυαλό σου δεν πάει στο κακό, νιώθεις πως δεν μπορεί να
συμβεί η συμφορά, σαν το να είσαι σε μία συνθήκη πολυκοσμίας είναι
προστατευτικό από μόνο του, ένας μπορεί να πεθάνει, αλλά πολλοί μαζί;
Πραγματικά
από το βράδυ της Δευτέρας, όταν πρώτος ο τηλεοπτικός ΣΚΑΙ άρχισε δειλά-δειλά να
μεταδίδει πληροφορίες για κάποιους νεκρούς, λίγους, κανείς δεν μπορούσε να
βάλει με το νου του αυτό που είδαμε στα δελτία από το πρωί της επόμενης μέρας.
Πώς μπορείς να κατανοήσεις και να δεχτείς πως πέθαναν τόσοι άνθρωποι, πως
κάηκαν ζωντανοί, πώς μπορείς να αναλογιστείς τις ώρες από τα πρώτα δευτερόλεπτα
ανησυχίας, τα βλέμματα που αντάλλαξαν καθισμένοι στα τραπέζια της ταβέρνας, τις
στιγμές της αγωνίας που ακολούθησαν, μέχρι την απόγνωση του φρικτού τέλους μαζί
με τους οικείους, τους γέροντες, τα παιδιά σε έναν οικισμό λίγο έξω από την
Αθήνα, έναν οικείο τόπο διακοπών;
Δεν ξέρω αν είναι που σκεφτόμαστε πως ο
καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση τους, που μας έκανε χθες όλους να
κοιτάμε με φρίκη τις φωτογραφίες με τα κουφάρια των αυτοκινήτων στους δρόμους
και να διαβάζουμε με τρόμο κάθε νέα είδηση για το πώς κάηκαν μαζί
αγκαλιασμένοι, ή πώς πήδηξαν φλεγόμενοι στους γκρεμούς, ή πώς γύρισαν στο σπίτι
να σώσουν τον σκύλο τους και πέθαναν μαζί του, ή πώς έψαχναν, και ακόμα
ψάχνουν, τις μανάδες, τα παιδιά και τα αδέρφια τους.
Τα λιωμένα σίδερα των
αυτοκινήτων ανθρώπων που πρόλαβαν ή δεν πρόλαβαν να σωθούν, σαν σκηνικό από το
Walking Dead, και οι ανθρώπινες φιγούρες που ξεπροβάλλουν μέσα από τη θολή
ατμόσφαιρα ασφυξίας της θαλασσινής ακτής, προορισμένης για δροσιά και ανεμελιά,
με μια κινηματογραφικής εικονοποίας απερίγραπτη αισθητική, είναι στιγμιότυπα
που καρφώνονται στο μυαλό με τη μοναδικότητα του παραλόγου τους. Κοιτάς και
λες, δεν μπορεί να συνέβη, δεν είναι αλήθεια...
Και
εντάξει τα σπίτια. Δεν μπορούσαν να γίνουν οι προβλέψεις, πού θα πάει ο άνεμος,
πόσο γρήγορα, οι αντίξοες πρωτοφανείς συνθήκες, η έλλειψη δρόμων διαφυγής, η
κάκιστη ρυμοτομία, τα ξερά χόρτα. Τα σπίτια είναι καταδικασμένα, τα σπίτια δεν
μετακινούνται, μπορεί και να μην μπορείς να τα γλιτλώσεις. Τους ανθρώπους όμως;
Για κάποιες ώρες οι δρόμοι ήταν ανοιχτοί. Τα περάσματα στη θάλασσα
συγκεκριμένα. Δεν μπορεί τόσοι άνθρωποι να πέθαναν έτσι.
Δεν μπορεί να μην τους
ειδοποίησε κάποιος έγκαιρα να φύγουν. Να τους πει συντονισμένα κατά πού να
πάνε. Να μην υπήρξε μια μέριμνα για τη σωτηρία τους, ένα σχέδιο διαφυγής εκείνη
την ώρα. Δεν μπορεί να τους άφησαν έτσι πεταμένους στη μοίρα ενός φρικτού
θανάτου. Όλους μαζί, μόνο να έχουν ο ένας τον άλλο, μόνο να μπορούν να
αγκαλιαστούν, μόνο να ψάχνουν ο ένας τον άλλο ή να προσπαθούν να σώσουν ο ένας
τον άλλο. Δεν μπορεί να μην υπήρχε κάτι που να μπορούσαν να κάνουν.
Χθες όλη
μέρα διαβάζαμε χαρακτηρισμούς που συχνά αποδίδονται καθ’ υπερβολήν σε άσχημα
περιστατικά. Ανείπωτη τραγωδία, εικόνες που συγκλονίζουν, εικόνες καταστροφής,
σκηνικό πολέμου, σοκ και δέος, φρίκη. Χθες δεν υπήρχε καμία υπερβολή στον τρόπο
μετάδοσης των πληροφοριών, κανένα σκηνικό τρόμου δεν στήθηκε από τα κανάλια, το
αντίθετο, υπήρχε μια ακρίβεια στη διατύπωση, η τραγωδία ήταν ανείπωτη, οι
λέξεις δεν έφταναν ούτε ήταν αρκετές για να την περιγράψουν».
(Αρθρο της
Δ.Γκρους από το protagon.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου