«Ανεξαρτήτως, πάντως, των αιτιών της αποτυχίας της, η ΔΕΗ στο
ερώτημα «τι κάνουμε τώρα;» απαντά: «χτίζουμε νέες λιγνιτικές μονάδες». Και αυτό
είναι σίγουρη συνταγή αποτυχίας. Γιατί στην εποχή της καθαρής ενέργειας και της
κλιματικής αλλαγής, η ΔΕΗ είναι, ίσως, η μόνη από τις 300 εταιρείες παραγωγής
ενέργειας στην ΕΕ που χτίζει νέα λιγνιτική μονάδα. Δηλαδή, ενώ ο λιγνίτης βρίσκεται υπό διωγμόν
στην Ευρώπη για περιβαλλοντικούς λόγους, ενώ ο ενεργειακός κόσμος αλλάζει ταχύτατα
προς καθαρότερες μορφές ενέργειας, η ΔΕΗ επενδύει τεράστια ποσά (1,5 δισ. ευρώ)
στην πιο ρυπογόνα τεχνολογία παραγωγής ενέργειας.
Και το κάνει συνειδητά, με
επίγνωση των συνεπειών. Αυτό τουλάχιστον σημαίνει η δήλωση του προέδρου της στο
συνέδριο του Economist (11/2016). Είπε, λοιπόν, ο κ. Παναγιωτάκης: «Αν με ρωτάτε αυστηρά επιχειρηματικά, δεν είναι καθόλου
κερδοφόρο να επιδοτούνται τέτοιες επενδύσεις. Αντί να δώσουμε 1,5 δισ. ευρώ για
την Πτολεμαϊδα V, θα δίναμε τα μισά λεφτά και θα είχαμε ίση, ίσως και
περισσότερη ισχύ και πολύ πιο γρήγορα σε μονάδες φυσικού αερίου. Ομως αυτές
είναι οι αποφάσεις της Πολιτείας, με τις οποίες δεν διαφωνώ…»
Δυστυχώς, από το 2016, που έγινε η δήλωση, τα πράγματα
χειροτέρεψαν πολύ εις βάρος της ΔΕΗ. Και το κόστος των ρύπων αυξήθηκε και το
κόστος των ανταγωνιστικών τεχνολογιών μειώθηκε. Και έτσι σήμερα η κατασκευή
μιας μονάδας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο ίσης δυναμικότητας
με την Πτολεμαϊδα V έχει κόστος μόλις
300 εκατ.ευρώ.
Αν απορείτε πώς είναι δυνατόν μια τεχνολογία που απολαμβάνει
δωρεάν την πρώτη ύλη (λιγνίτης) να μην είναι ανταγωνιστική συγκρινόμενη με μια
άλλη που έχει κόστος προμήθειας (φυσικό αέριο), λάβετε υπόψιν τα εξής:
Ο λιγνίτης είναι πολύ ρυπογόνο καύσιμο και επιβαρύνεται από
περιβαλλοντικούς φόρους μέσω δικαιωμάτων
εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα (CO2). Ο ελληνικός λιγνίτης είναι πολύ κακής
ποιότητας και επιβαρύνεται με μεγάλο κόστος εξόρυξης και επεξεργασίας.
Επιπλέον, ο λιγνίτης απαιτεί πολύ υψηλότερο κόστος αρχικής επένδυσης συγκριτικά
με τις νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο.
Καταλαβαίνετε, λοιπόν,
γιατί η επένδυση σε νέες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής από φυσικό αέριο είναι πολύ
πιο συμφέρουσα από τις λιγνιτικές. Δεν το λέω εγώ, αλλά ο πρόεδρος της ΔΕΗ που
στηρίζει και υπογράφει την επένδυση στη νέα λιγνιτική μονάδα! Μόνο η λειτουργία
των λιγνιτωρυχείων κόστισε στη ΔΕΗ 500 εκατ. ευρώ το 2016.
Επιπλέον 27 εκατ. ευρώ κόστισαν οι
εισαγωγές λιγνίτη (Ετήσια Εκθεση ΔΕΗ 2016, σελ. 232). Η συνολική ηλεκτροπαραγωγή από λιγνιτικές
μονάδες το 2016 ήταν 14,9 εκατ. MWh (ΥΠΕΚΑ, σελ.6), γεγονός που ανεβάζει το
κόστος της προμήθειας του λιγνίτη για τις μονάδες παραγωγής της ΔΕΗ στα 35,4
ευρώ ανά Μεγαβατώρα. Επιπλέον 7,9€/MWh ήταν το κόστος δικαιωμάτων CO2 (ΥΠΕΚΑ,
σελ.7), ανεβάζοντας το συνολικό κόστος καυσίμου (λιγνίτη) και δικαιωμάτων CO2
στα 43,3€/MWh.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως σχεδόν σε κάθε διάσταση της οικονομικής ζωής
του τόπου, υπήρξε και για τη ΔΕΗ φορέας καταστροφικών πολιτικών. Με το κίνημα
«Δεν εισπράττω» του κ. Σκουρλέτη εκτινάχθηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές και
επιδεινώθηκε δραματικά η ρευστότητα της ΔΕΗ (εδώ).Με τις προσλήψεις στη ΔΕΗ
έδειξε ποιος είναι ο αυθεντικός εκπρόσωπος του χειρότερου εαυτού μας (εδώ).Με
την πολιτική της καθυστερήσεων και των
αναβολών έσφιξε και άλλο τη θηλιά στη ΔΕΗ.
Στην πράξη κάνει ό,τι και με
το mail Χαρδούβελη. Το διαμονοποίησε, αργότερα υιοθέτησε με καθυστέρηση ένα
πολύ βαρύτερο πακέτο περιοριστικών μέτρων, το οποίο κατέστησε αναγκαίο
εφαρμόζοντας ανερμάτιστες πολιτικές σε ένα εξάμηνο που διέλυσε τη χώρα. Η ΔΕΗ
θα εξακολουθήσει να κατέχει δεσπόζουσα θέση στη λιανική και μετά την πώληση των
μονάδων. Ομως το μνημόνιο είναι σαφές: μέχρι το 2020 το μερίδιο της ΔΕΗ στη
λιανική πρέπει να υποχωρήσει κάτω του 50%. Και θα χρειαστούν νέα διαρθρωτικά
μέτρα για να επιτευχθεί ο στόχος. Θα υπάρξει συνέχεια.Ετσι συμβαίνει με τα
μεγάλα προβλήματα. Αν δεν αντιμετωπιστούν, τα ξαναβρίσκεις μπροστά σου με
χειρότερους όρους.
Τώρα πωλούνται οι λιγνιτικές μονάδες με τρία χρόνια
καθυστέρηση. Η καθυστέρηση είχε κόστος, έφερε απαξίωση. Λόγω του υπερδιπλασιασμού
του κόστους των ρύπων αυξήθηκε το λειτουργικό κόστος, οι λιγνιτικές μονάδες
έγιναν λιγότερο ελκυστικές και αυτό συνεπάγεται χαμηλότερο τίμημα πώλησης.
Σήμερα οι υποψήφιοι αγοραστές των λιγνιτικών μονάδων γνωρίζουν κάτι που δεν
γνώριζαν πέρυσι: ότι θα καταβάλλουν 13 ευρώ/MWh παραπάνω για δικαιώματα CO2.
Μόνο για τις μονάδες της Μεγαλόπολης, αυτό μεταφράζεται σε επιπλέον λειτουργικό
κόστος 40 εκατ. ευρώ ετησίως».
(Απόσπασμα άρθρου
του Γ.Στρατόπουλου από το protagon)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου