«Ιδίως μετά την τρίτη εκλογική νίκη του (μετρώ και το
δημοψήφισμα), ακούω όλο και πιο συχνά ότι οι αντίπαλοί του υποτιμούν τον Τσίπρα
και τον αντιμετωπίζουν με ένα είδος πολιτισμικής υπεροψίας, ενώ αυτός έχει
μυαλό και το αποδεικνύει. Ούτως ή άλλως, η υπεροψία είναι πάντα η λάθος
προσέγγιση σε οτιδήποτε.
Ομως το πολιτισμικό πρόβλημα, δηλαδή τα κενά γνώσεων
και εμπειριών, χωρίς τις οποίες ο Τσίπρας δυσκολεύεται να καταλάβει τον
σημερινό κόσμο, πράγματι υπάρχει και έχει σημασία, διότι είναι τεράστιο. Το
μέγεθος του προβλήματος, αλλά και το μέγεθος του κινδύνου που αυτό συνεπάγεται,
αποκαλύφθηκαν στη δημόσια συζήτησή του με τον Κλίντον.
Το λάθος του Τσίπρα δεν ήταν ότι δεν ήξερε αγγλικά για να τα
βγάλει πέρα. Ηταν, μάλλον, ότι επέλεξε να μετάσχει σε μια διαδικασία στην οποία
η άριστη γνώση της γλώσσας ήταν προϋπόθεση και μάλιστα, διαδικασία, την οποία
μετέδιδε απευθείας το CNN. Ολο
αυτό, όμως, ο Τσίπρας το είδε σαν κάτι απλό, χωρίς σπουδαίες συνέπειες: ένα
ρίσκο ισοδύναμο με μια μπλόφα στην πόκα. (Ισως επειδή, όπως έχω παρατηρήσει,
μία από τις δραστηριότητες με τις οποίες τους αρέσει στην Αριστερά να χάνουν
τον χρόνο τους είναι παίζοντας χαρτιά...).
Να συνοψίσω τη συζήτησή τους όσο καλύτερα μπορώ. Η εισαγωγή
του Κλίντονος ήταν τόσο κολακευτική, ώστε προς στιγμήν εγώ νόμισα ότι δούλευε
τον συνομιλητή του. (Εκ των υστέρων και δεδομένου ότι η συζήτηση κατέληξε σε
φιάσκο, αυτή η αμφισημία της κολακείας σώζει κάπως το γόητρο του Κλίντονος).
Αφού παρουσίασε μία περίληψη της ελληνικής περιπέτειας, τον ρώτησε πού πάει
τώρα η κυβέρνηση του. Ο Τσίπρας δεν κατάλαβε, δεν απάντησε. Τον ρώτησε έπειτα
αν, μετά τη συμφωνία με τους εταίρους, άνοιξε ο δρόμος για επενδύσεις στην
Ελλάδα. Ούτε αυτό το κατάλαβε ο Τσίπρας, απάντησε με γενικότητες. Τον ρώτησε
κατόπιν αν έχει ένα κατάλογο των επενδύσεων που θα ήθελε. Πάλι δεν κατάλαβε ο
Τσίπρας, του είπε... πόσο ωραία χώρα είναι η Ελλάδα! (Αξιομνημόνευτη από το
σημείο αυτό της συνομιλίας, η ωραία φράση του Τσίπρα: «Γκρηζ χαζ ε σιγκνίφικαλ
λοκέισον ιν δε γουότ»).
Ο Κλίντον τον πίεσε να γίνει συγκεκριμένος και αναφέρθηκε σε
κάποια γερμανική επένδυση σε ανεμογεννήτριες που ετοιμάζεται στη Βόρειο Ελλάδα.
«Στη Βόρειο Ελλάδα;». Ηταν το μόνο που ψέλλισε ο Τσίπρας, προφανώς ήταν και το
μόνο που είχε καταλάβει. Ξανά ο Κλίντον έσπευσε να τον βοηθήσει και τον ρώτησε
αν οι επενδυτές μπορούν να αισθάνονται ασφαλείς ότι θα πετύχουν τις αποδόσεις
των κεφαλαίων που επιδιώκουν. Πλήρης η αμηχανία του Τσίπρα. Σε τέτοιο βαθμό,
μάλιστα, ώστε από την πίεση να πει οπωσδήποτε κάτι, για να διασκεδάσει την
εντύπωση του κοινού ότι δεν καταλαβαίνει τον συνομιλητή του, άρχισε να λέει
πόσο διεφθαρμένη χώρα είναι η Ελλάδα. Εδώ, το καλύτερο που είχε να προσφέρει σε
υποψήφιους επενδυτές ο Τσίπρας ήταν η διαβεβαίωση, σε άψογα νέγρικα αγγλικά:
«Δέι ντον χαβ νάθιν του λουζ».
Στο σημείο αυτό, καθώς το φιάσκο έπαιρνε επικίνδυνες
διαστάσεις, ο Κλίντον έκανε την ηρωικότερη από τις προσπάθειές του για τη
διάσωση του πρωθυπουργού Τσίπρα. «Λέτε, δηλαδή, ότι δεν είναι απαραίτητο για
τους επενδυτές να περιμένουν να συμβούν οι αλλαγές, (σ.σ. τα μέτρα κατά της
διαφθοράς, δηλαδή). Αυτό δεν είναι το μήνυμά σας;». Εκτός από το μόνιμο
χαμόγελο της φρίκης, ο Τσίπρας απάντησε με ένα «χμμμ», που προκάλεσε (για έκτη
φορά, αλλά ακολούθησαν και άλλες...) γέλια στο κοινό.
Εκεί, ο Κλίντον κατάλαβε
ότι, με τέτοιο στουρνάρι για συνομιλητή, όφειλε τουλάχιστον να σώσει επειγόντως
τον εαυτό του από την ξεφτίλα. Και το έκανε με ένα αστείο: «Οπότε, λοιπόν, οι
επενδυτές να ετοιμάζουν τα τσεκ από τώρα;». Ρώτησε και το κοινό ξέσπασε πάλι σε
γέλια. «Δεν αποδίδω σωστά αυτό που θέλετε να πείτε;», συνέχισε ο Κλίντον, ενώ ο
Τσίπρας έμενε σιωπηλός, με το κοινό αυτή τη φορά να ξεσπά σε χειροκροτήματα
οίκτου για τον άλαλο Ελληνα πρωθυπουργό.
Το τραγικότερο ήταν το φινάλε, όπου ο Τσίπρας αναλύθηκε σε ένα
θλιβερό μονόλογο για την προσφορά της σύγχρονης Ελλάδας, τον οποίο η μεγαλαυχία
και ο στόμφος σε συνδυασμό με τα άθλια αγγλικά έκαναν ακόμη χειρότερο. «Η
δημοκρατία θα επιστρέψει στην Ευρώπη μέσω της Ελλάδας», ισχυρίσθηκε. Αυτό,
είπε, είναι «ένα σημαντικό (σιγκνίφικαλ, όπως το λέει...) δώρο στον παγκόσμιο
πολιτισμό»! Οπως είπε χαρακτηριστικά, «ουάνς εγκέν γουί γκιβ του άουαρ
γιουροπίαν πάρτνερς». Σε αυτό το σημείο της συζήτησης, δεν ακούστηκαν γέλια από
το κοινό. Ακούστηκε ένα σούσουρο ενόχλησης, υποθέτω για την κομπορρημοσύνη του
δύστυχου Ελληνα πρωθυπουργού.
Παρόλα αυτά, εγώ θα συμφωνήσω με τον πρωθυπουργό όσον αφορά τη
συγκεκριμένη παρατήρηση. Ναι, δίνουμε, πράγματι. Ας είναι και γέλιο. Δεν είναι
καθόλου μικρό πράγμα».
(Άρθρο του Σ.Κασιμάτη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
(του Α.Πετρουλάκη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)