«Τω καιρώ εκείνω, εις την χώραν των Φράγκων μέγας ξεσηκωμός
εγένετο. Και οι ποπολάροι φορούσαν απάνω τους κάτι κίτρινους ζιλέδες (τουρκιστί
γελέκ) και εξεχύνονταν στες στράτες διά να αντισταθούν στους φόρους και στα
αβάσταχτα χαράτσια. Και ο αυθέντης της Φραγκιάς Μανουήλ Τεκνόν ήτο σε απόγνωση.
Και μέσα εις την απελπισιάν του έστειλε γράμμα στον Αλέξιο τον Αγραβάτωτο, τον
μάγιστρο του Θέματος της Ελλάδος.
Και να τι του έγραφε: «Αλέξιε, έχω χρείαν της βοηθείας σου.
Διότι οι Κίτρινοι Ζιλέδες με έχουν πολλά ζορίσει και δεν κάμνουν πίσω αν δεν
τους αλαφρύνω τους φόρους. Έστειλα τους ιππότας μου διά να τους δείρουν, μα
εκείνοι δεν συνετίζονται. Η τελευταία μου ελπίδα είσαι εσύ, Αλέξιε. Διότι στους
δικούς σου ποπολάρους έχεις βάλει φόρους πιότερους και από του ουρανού τα
άστρα. Μα εκείνοι δεν διαμαρτύρονται, μόν’ τους πλερώνουν αγόγγυστα μήνας
μπαίνει μήνας βγαίνει και ας είστε διακονιάρηδες ως έθνος. Δώκε μου, λοιπόν, τα
φώτα σου και πε μου πώς το κάμνεις ετούτο το μαγικόν διά να το κάμνω και ελόγου
μου».
Και μόλις ο Αλέξιος διάβασε το γράμμα πολλά εσυγχύστη. Διότι
είχεν μόλις επιστρέψει από τα μέρη της Μοσχοβίας, όπου είχε πάγει διά να
κουβεντιάσει με τον τσάρο Βλαδίμηρο τον Καγκεμπίτη διμερή θέματα και διά να τον
κατευνάσει μιαν ιδέα όπου είχαν ψυχρανθεί τελευταίως. Μα ο τσάρος ήτο ξινός και
απαθής απέναντί του. Και αντίς για την τρίτη διεθνή, έβαλε τους μουσικάντηδές
του να παίξουν Μαρινέλλα. Και ετούτο γιατί ο Βλαδίμηρος θεωρούσε τον Αλέξιο
εξωμότη και όργανο της Δύσεως.
Όταν λοιπόν ο Αλέξιος διάβασε και την επιστολή του Τεκνόν,
έκλαψε πικρά. Διότι μέσα του δεν το είχε ακόμη χωνέψει πως είχεν αλλάξει
στρατόπεδο και πως ήτο πλέον τακιμιασμένος με τους απανταχού φιλελέδες. Και
ονειρευόταν ακόμη επαναστάσεις και υψωμένους γρόθους και γαρίφαλα. Και
μετάνιωσε διά τον δρόμον που είχε πάρει. Και είπε να τα βροντήξει ούλα χάμω.
Και να σταματήσει και τα μαθήματα των αγγλικών όπου είχε φτάσει πια σε επίπεδο
Β2.
Και να μην προσπαθήσει καν να μάθει το όνομα εκεινής της
Ανεγκρέτ-Βινεγκρέτ, πώς διάλο τη λένε, που θα έπαιρνε τη θέση της Αγγελικής της
Αλαμανίας. Και να πιάσει τον Λαφαζάνη και να του ζητήσει συγνώμη διά το παλαιόν
φέρσιμόν του. Και να φορέσουνε κίτρινους ζιλέδες και να κλειστούν αντάμα στο
Νομισματοκοπείον.
Και να απαρνηθούν τα φράγκα της Εσπερίας. Μα να κόψουν μονέδα
και να μοιράσουν κουπόνια εις το πόπολον. Να βρουν και ένα γελέκο έξτρα έξτρα
λαρτζ για τον Πανοκαμένο και να τον στείλουν να βάλει μπουρλότο στο Κούγκι.Και
να πάρουν πετρέλαιον από τον σύντροφο Μαδούρο δίνοντάς του για αντάλλαγμα
κωλοσφούγγια διότι έχουν έλλειψη εκεί στο Καράκας. Και να ζούμε ούλοι μπέικα
όπως μας αξίζει.
Και εξύπνησε άρον άρον την Περιστέρα και της είπε την ιδέαν
του. Μα εκείνη τον αποπήρε. «Βρε ανεπρόκοπε» του είπε. «Εδώ ο κόσμος καίγεται
και εσύ ονειρεύεσαι επαναστάσεις; Δεν βλέπεις πως οι ξένοι σμπρώχνουν τον
Τσιριάκο διά να σε διαδεχτεί; Και του κάμνουν αφιερώματα στες φυλλάδες τους,
όπως έκαμναν κάποτε σ’ εσένα; Και οι εδώ κάμνουν γαργάρα τες κωλοτούμπες του
στο Μακεδονικόν.
Και όταν τριγυρνά στες γειτονιές τονε πλησιάζουν αυθορμήτως οι
περαστικές και του την πέφτουν, λες και είδαν μπροστά τους τον Τζορτζ Κλούνεϊ.
Και πάγει στα γηπεδάκια πέντε επί πέντε και σουτάρει καλύτερα και από τον
Φετφατζίδη; Σύνελθε, κακομοίρη μου, και φρόντισε να μαζέψεις τα μυαλά σου διότι
θα χάσουμε την εξουσίαν και θα επιστρέψουμε στες συλλογικότητες και στες άλλες
αηδίες».
Και ο Αλέξιος εθορυβήθη. Και παραδέχτηκε το δίκιον της
Περιστέρας. Και πήρε χαρτί και καλαμάρι και έγραψε την εξής απάντηση εις τον
Μακρόν:
«Άρχοντα Μανουήλ. Λυπούμαι που ακούω τους μπελάδες σου με τους
κίτρινους ζιλέδες και εύχομαι να τους ξεπεράσεις γρήγορα. Όσο για τη συμβουλή
που μου ζητάς, ένα πράγμα θα σου ειπώ. Προς Θεού μην κάνεις πίσω στους
λαϊκιστάς. Και να μη δώκεις τίποτε αυξήσεις στα μισθά τους, διότι υπάρχει ο
κίνδυνος να τα ξοδέψουν. Σε χαιρετώ, ο φίλος σου Αλέξιος». Έπειτα ξάπλωσε και
εκοιμήθη τον ύπνον του δικαίου».
(Αρθρο του Ν.Παναγιωτάκη από την ΑΤΗensvoice)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου