«Η λειτουργία του ΤΑΠ διέπεται μέχρι και σήμερα από τον
ιδρυτικό νόμο του Ταμείου, ο οποίος χρονολογείται ήδη από το μακρινό 1977.
Πρόκειται δε για Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που λειτουργεί υπό την
εποπτεία του υπουργού Πολιτισμού. Στο ΤΑΠ περιέρχονται μεταξύ άλλων, τα έσοδα
από τα εισιτήρια εισόδου σε αρχαιολογικά μουσεία, χώρους και μνημεία, καθώς
επίσης και τα έσοδα από εκδηλώσεις εντός αρχαίων θεάτρων ή άλλων αρχαιολογικών
χώρων.
Το γεγονός ότι στο ΤΑΠ καταλήγει περίπου το σύνολο των εσόδων
από τη διαχείριση των δημόσιων πολιτιστικών αγαθών, αρκεί για να αντιληφθεί
κανείς τον στρατηγικό ρόλο του οργανισμού στην πυραμίδα της δημόσιας διοίκησης.[…]
Εδώ λοιπόν μαθαίνουμε –όχι χωρίς έκπληξη, είναι αλήθεια– ότι
μέχρι σήμερα, ενώ οι αρχαιοφύλακες δεν είναι υπάλληλοι του ΤΑΠ, η καταβολή των
υπερωριακών δεδουλευμένων τους ωστόσο, πραγματοποιείται από αυτό, εν είδη…
μεσάζοντος.
Η διοίκηση του ΤΑΠ δηλώνει ότι το Ταμείο που μεταξύ άλλων,
στερείται και … μηχανογραφικού λογιστικού συστήματος, αδυνατεί να διασταυρώσει
την ακρίβεια των στοιχείων και τελικώς, πληρώνει αποκλειστικά με βάση τις
διαβιβασθείσες από τις Εφορείες Αρχαιοτήτων καταστάσεις[...]
Και ευλόγως αναρωτιέται κανείς, με όρους εργασιακής ηθικής:
για ποιο λόγο έχει σημασία ο φορέας που πληρώνει και όχι καθαυτή η απόδοση των
οφειλόμενων στους δικαιούχους; Επίσης, τι είναι αυτό που πρέπει να διαφοροποιεί
τους αρχαιοφύλακες σε σχέση με τους λοιπούς εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα της
χώρας; Ομοίως: είναι ποτέ δυνατόν, η… προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου φορέα
καταβολής των δεδουλευμένων υπερωριών να αποτελεί αιτούμενο απεργιακών
κινητοποιήσεων που οδηγούν σε αποκλεισμό της Ακρόπολης και των λοιπών
αρχαιολογικών χώρων;
Ετερο ενδιαφέρον, όσο και ανορθόδοξο σημείο τριβής μεταξύ της
απελθούσας διοίκησης του Ταμείου και των αρχαιοφυλάκων: το μείζον ζήτημα
υποστελέχωσης των πωλητηρίων σε αρχαιολογικούς χώρους συνδέεται σύμφωνα με
δηλώσεις της τέως προέδρου, Ασπασίας Λούβη και παλαιότερες ανακοινώσεις του ΤΑΠ
(εδώ), στην άρνηση των φυλάκων να ασκούν παράλληλα και χρέη πωλητών, εφόσον
μέχρι σήμερα, παραμένει ανεκπλήρωτο το αίτημά τους να λαμβάνουν ποσοστό 12% επί
των πωλητέων, όπως συνέβαινε πριν από την εισαγωγή του ενιαίου μισθολογίου το
2011, οπότε και το ποσοστό αυτό καταργήθηκε.
Εν προκειμένω, δεν είναι μόνο η ανοίκεια, αν όχι αδιανόητη
σύνδεση της αμοιβής υπαλλήλων του δημόσιου τομέα με ποσοστό επί της πώλησης
προϊόντων που προέρχονται από τη διαχείριση δημόσιων πολιτιστικών αγαθών. Ακόμη
περισσότερο μελαγχολεί κανείς, όταν συνειδητοποιεί ότι σε έναν οργανισμό που
λειτουργεί σαράντα ολόκληρα χρόνια, δεν υπάρχει ακόμη περίγραμμα θέσεων και
περιγραφή καθηκόντων ανά ειδικότητα.
Αποτέλεσμα: εργαζόμενοι οι οποίοι αμείβονται από τον κρατικό
προϋπολογισμό να ερίζουν με τη διοίκηση για το περιεχόμενο των εργασιακών τους
υποχρεώσεων και οι τελευταίες να αποτελούν αντικείμενο… ελαστικής
διαπραγμάτευσης, με ποσοστά επί των πωλήσεων! Δύσκολα μπορεί πάντως να αποδοθεί
στην τύχη η πείσμονα άρνηση του ΤΑΠ όλα τα προηγούμενα χρόνια, να συντηρεί έναν
παρωχημένο και ανεπαρκή νομοθετικό οργανισμό λειτουργίας. Κι όλα αυτά, ενώ η
χώρα διέρχεται τη σφοδρότερη δημοσιονομική κρίση των τελευταίων δεκαετιών…»
(Απόσπασμα
άρθρου της Κ. Παπανικολάου από το protagon)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου