Ο Αλέξης
Ζούμπας ήταν ένας Ηπειρώτης από την
Πολύτσανη της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος
από το 1910 κιόλας μετανάστευσε στην
Αμερική. Μετά από 16 χρόνια παραμονής
του εκεί, ηχογράφησε το 1926 σε κάποιο
στούντιο της Ν. Υόρκης ένα μοιρολόγι.
Η
Αmanda Petrusich είναι δημοσιογράφος στη New
York Times. Πρόσφατα ολοκλήρωσε ένα βιβλίο
για όλους εκείνους που κυνηγούν παθιασμένα
σ' όλο τον κόσμο σπάνιους δίσκους 78
στροφών.
Ο Cristopher King
είναι μουσικός παραγωγός με μια τεράστια
συλλογή δίσκων και έχει έρθει στην
Ήπειρο αρκετές φορές για να ακούσει από
κοντά τη μουσική της. Όταν έβαλε στην
Αμάντα να ακούσει το μοιρολόγι του
Ζούμπα εκείνη δήλωσε: "Είναι ένα από
τα πιο συγκλονιστικά μουσικά κομμάτια
που έχω ακούσει ποτέ. Υπάρχει μια
παλλόμενη υστερία στο παίξιμό του, η
κάθε νότα τρέμει σα να υπέφερε πρόσφατα
από μία συναισθηματική κατάρρευση."
Ο King της
εξήγησε ότι "αυτά τα τραγούδια ζουν
και πεθαίνουν στα βλέμματα, τις χειραψίες
και τις αγκαλιές που ανταλλάσσουν οι
άνθρωποι στο άκουσμά τους" και την
προέτρεψε να επισκεφτεί τη Βίτσα και
να μείνει για το πανηγύρι του
Δεκαπενταύγουστου. Μόνο έτσι, της είπε,
θα καταλάβαινε τι ήταν αυτό που έκανε
τον Ζούμπα να παίξει με τον σπαρακτικό
τρόπο το μοιρολόγι του.
Το καλοκαίρι
λοιπόν που μας πέρασε η Αμάντα ήρθε στη
Βίτσα. Εντυπωσιάστηκε από τα πέτρινα
σπίτια, έφαγε σουβλάκια, ήπιε τσίπουρο
και έζησε μέσα σ' ένα κλίμα "χαρούμενο,
σχεδόν ενθουσιώδες". Έμαθε, από έναν
33χρονο ντόπιο, ότι το πανηγύρι γίνεται
για να γιορτάσουν οι άνθρωποι ότι "σήμερα
είμαστε εδώ μαζί και του χρόνου μπορεί
να μην είμαστε και γι' αυτό χορεύουμε,
και γι' αυτό κλαίμε".
Η εκτέλεση
του "Ηπειρώτικου Μοιρολογιού" που
άκουσε και έζησε η Petrusich σ' εκείνο το
πανηγύρι δεν ήταν ίδια με του Ζούμπα,
αφού δεν μπορεί να υπάρχει το ίδιο
μέγεθος απελπισίας κάθε φορά. Αυτό που
άκουσε ήταν μια πιο απαλή εκδοχή της
σύνθεσης, με λιγότερη ταραχή μέσα της
αλλά εμποτισμένη με "μία ανείπωτη
πείνα".
Μέσα από την
έρευνά της, ανακάλυψε ότι η δύναμη της
Ηπειρώτικης μουσικής, που αποτελεί την
πηγή και τη δομή της εμπειρίας του
πανηγυριού, προέρχεται από την έντονη
απομόνωση του τόπου. Οι μουσικές αυτές
συνθέσεις συχνά μιμούνται τις "σκληρές
φιγούρες του τοπίου" και τα όργανα
αναπαράγουν φυσικούς ήχους. Μετά την
δεύτερη μόλις μέρα παραμονής της στο
χωριό, η Petrusich ένιωσε πως είχε παρασυρθεί
σε μία "κατάσταση συνεχούς παραζάλης"
και πως η μουσική την "γιάτρευε".
Η αντίληψη
για τις θεραπευτικές ικανότητες των
μοιρολογιών και των πανηγυριώτικων
τραγουδιών είναι ιδιαίτερα έντονη στην
Ήπειρο και οι μουσικοί θεωρούνται
κάποιου είδους ψυχολόγοι. Βλέπουν τι
είναι "σπασμένο" και προσπαθούν
να το φτιάξουν, όπως της είπε ένας ντόπιος
μουσικός. Τα πανηγύρια είναι ένα λαϊκό
τελετουργικό κάθαρσης.
Το πρωί οι
ντόπιοι ήταν ακόμα εκεί, στην πλατεία,
εξαντλημένοι αλλά χαρούμενοι. Ένας
άντρας, μεγάλος σε ηλικία, την πλησίασε
και της είπε: "Κατάλαβες; Βλέπεις; Δεν
χρειαζόμαστε γιατρούς! Είμαστε
χαρούμενοι!". Εκείνο το πρωί η Amanda
Petrusich άφησε το δημοσιογραφικό της
μπλοκάκι στην άκρη και μπήκε στο χορό.
Στη συνέχεια
οι ντόπιοι συνόδευσαν την μπάντα στην
έξοδο του χωριού, όπου και έκαναν έναν
κύκλο γύρω τους, αποχαιρετώντας τους
με χειροκροτήματα και χορό. Με ένα μαγικό
τρόπο όλοι ησύχασαν ταυτόχρονα. Μετά
από ένα σιγανό κλάμα μικρής διάρκειας,
"από εκείνο που δεν αντιλαμβάνεσαι
μέχρι να φτάσει η αλμύρα στα χείλη σου",
ξεκίνησαν όλοι μαζί την επιστροφή στο
χωριό. "Ήταν σαν την παραμονή της
Πρωτοχρονιάς.
Όλοι
αγκαλιάζονταν και έδιναν ευχές". Στο
τέλος βγήκε και η απαραίτητη αναμνηστική
φωτογραφία. Η ατμόσφαιρα της ξενιτιάς,
η ίδια που συγκίνησε τον Αλέξη Ζούμπα
έναν αιώνα πριν, είχε αρχίσει να
ξεθωριάζει. Η εμπειρία της Petrusich από το
3ήμερο πανηγύρι της είχε τελικά δώσει
ένα κομμάτι της απάντησης που αναζητούσε.
"Αυτό που
μάλλον διέλυσε τόσο πολύ συναισθηματικά
τον Ζούμπα σε εκείνο το studio της Νέας
Υόρκης ήταν η σκέψη ότι ίσως δεν θα
κατάφερνε ποτέ να γυρίσει πίσω. Για
εμάς, τουλάχιστον, υπήρχε η ελπίδα ότι
όσα νιώσαμε θα μας ακολουθούσαν όλο το
χρόνο, μέχρι την επιστροφή μας το επόμενο
καλοκαίρι" έγραψε η ίδια στο ρεπορτάζ
της.
Το τραγούδι
του Ζούμπα εδώ.
(Πρώτη απόδοση
από τους New York Times για τη LIFO από τη
Σταυριάννα Χαραλαμποπούλου. Αναδημοσίευση
ΕΠΙΛΟΓΕΣ- ΗΠΕΙΡΟΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου