«Mας θεωρούσαν τυφλούς ή χαζούς, το πιστεύω ακράδαντα. Επί τετραετία έκαναν το μαύρο άσπρο, σ’ έναν ατέλειωτο και αδυσώπητο μαραθώνιο καθημερινής διαστρέβλωσης της οφθαλμοφανούς πραγματικότητας. Άλλα βλέπαμε γύρω μας, άλλα μας έλεγαν ότι βλέπουμε. Άλλα ζούσαμε κι άλλα επέμεναν ότι συμβαίνουν στη ζωή μας.
Ερμήνευαν διαρκώς τον κόσμο μας με μια μαυρίλα που όμοια της βρίσκει κανείς μόνο σε ασπρόμαυρα κοινωνικά δράματα ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του ’50. Στην οπτική τους, το χρώμα ήταν όχι μόνο ανύπαρκτο, αλλά και αυστηρά απαγορευμένο.Είχαν μονίμως σμιχτό το φρύδι, σουφρωμένο το χείλος και υψωμένο το δάκτυλο. Για κάθε τι, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο.
Η τετραετία
Μητσοτάκη ήταν το απαύγασμα της εθνικής μας φτώχειας, το αποκορύφωμα της
κοινωνικής μας μιζέριας, το ανώτατο στάδιο της κρατικής καταστολής, το οριστικό
τέλος κάθε ατομικού μας δικαιώματος. Ζούσαμε σε μια κόλαση Κυριάκου, που
μπροστά της η κόλαση του Δάντη ήταν παιδική χαρά.
Δεν υπήρχε ψωμί στο τραπέζι μας, ψώνια στο καλάθι μας, γάλα στο πρωινό μας, κρέας στο πασχαλινό γεύμα μας, βενζίνη στο ρεζερβουάρ μας, ρεύμα να φωτίζει τον φτωχική και παγωμένη μας κάμαρα. Δεν είχαμε δουλειά, όσοι ξεφεύγαμε προσωρινά από τη μαζική ανεργία δεν είχαμε οκτάωρο, οι φόροι και οι εισφορές μας ανέβαιναν κατακόρυφα κάθε δίμηνο, το κοινωνικό κράτος είχε κατεδαφιστεί, ζούσαμε μέσα σε μια ιδιωτικοποιημένη ζούγκλα που καθημερινά κατέτρωγε τις σάρκες μας.
Όσοι δεν τα βλέπαμε όλα αυτά, ήμασταν είτε τυφλωμένοι είτε εξαγορασμένοι. Το «καθεστώς Μητσοτάκη» (κατά το ευγενικότερο) ή η «χούντα Κούλη» (κατά το συνηθέστερο) μας άκουγε όλους μέρα - νύχτα, μας έδερνε όπου μας έβρισκε, μας εξευτέλιζε διαρκώς στο εξωτερικό, ενώ στο εσωτερικό μας έκλεβε, μας πρόσβαλε, μας φίμωνε.
Τα μέσα ενημέρωσης μας ήταν Πετσωμένα, τα επίπεδα της ελευθεροτυπίας μας χαμηλότερα από τις στρατιωτικές χούντες της υποσαχάριας Αφρικής, η αστυνομία μας από τις σκληρότερες της υφηλίου, ο στρατός και το λιμενικό μας από τα πιο δολοφονικά του κόσμου.
Κυβερνητικές συμμορίες λυμαίνονταν τον δημόσιο πλούτο, μεγάλες εταιρείες έκαναν καθημερινά πάρτι πίνοντας το αίμα του πάμφτωχου λαού μας με το μπουρί, παρακρατικές ομάδες έχωναν τσιπάκια και μικρόφωνα σε κάθε συσκευή που κυκλοφορούσε στην χώρα, πορφυρογέννητοι που είχαν υφαρπάξει την ψήφο του κόσμου μετέτρεπαν τη χώρα σε οικογενειακό τους τσιφλίκι και το δημόσιο ταμείο σε προσωπικό τους χρηματοκιβώτιο.
Επί τέσσερα
χρόνια ζούσαμε την απόλυτη φτώχεια, την απόλυτη καταπίεση, τον απόλυτο
εξευτελισμό. Μέχρι που έφτασε η 21η
Μαΐου. Οπότε σηκώθηκε ήρεμα - ήρεμα ο κοσμάκης, έκανε τη βόλτα του ως το
εκλογικό τμήμα, τους είπε ένα «άι σιχτίρ, σας σιχάθηκα» και τους έστειλε να
ψάχνονται. Ε, νισάφι πια, ζαβαρακατρανέμια».
(Αρθρο του Δ.Καμπουράκη από το liberal.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου