«Εάν αφαιρέσω, νοητά, την εικόνα του Μητσοτάκη και κοιτάξω τους άλλους τέσσερις δεν με πείθει κανένας ότι μπορεί να μας κυβερνήσει. Όπως εγώ σκέφτομαι ως πολίτης την διακυβέρνηση, χωρίς φυσικά να εξιδανικεύω τον Μητσοτάκη. Από το 2019 έως σήμερα δεν εμφανίστηκε κανένας άλλος από τους πολιτικούς αρχηγούς, ο οποίος να μπήκε στο ίδιο πεδίο δράσης με τον Πρωθυπουργό και να τον αντιμετωπίσει με τους ίδιους όρους απευθυνόμενος στην πλειονότητα των πολιτών οι οποίοι επιζητούν κανονικότητα και σταθερότητα.
Κανένας από τους αντιπάλους του Μητσοτάκη δεν τον παρακίνησε να κάνει περισσότερα στους τομείς της δημόσιας ασφάλειας, να εξαλείψει τη βία από τα Πανεπιστήμια και τις ομάδες με τη φασιστική επιβολή σε καθηγητές και φοιτητές, να εκσυγχρονίσει το Κράτος, μεταβάλλοντας τη δομή και τον τρόπο λειτουργίες των Υπηρεσιών, ώστε να πάψει να είναι εχθρός του πολίτη, να αναδιαρθρώσει το ΕΣΥ παρέχοντας ουσιαστική αυτονομία στις Νοσοκομειακές μονάδες που θα ενσωματώσουν ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια στη διοίκηση τους και να τον πιέσει ουσιαστικά να εφαρμόσει την αξιολόγηση στον Δημόσιο Τομέα εξελίσσοντας την σε μια καθημερινή διαδικασία που δεν θα επηρεάζεται από έκτακτα γεγονότα.
Οι άλλοι τέσσερις διεκδικητές της Πρωθυπουργίας και κυρίως ο βασικός του αντίπαλος Α. Τσίπρας άσκησαν πίεση προς στην αντίθετη κατεύθυνση. Κατ’ ουσία αντιστάθηκαν με βαθύ συντηρητισμό, ως εχθροί της αλλαγής προς το καλύτερο, υποσκάπτοντας ακόμη και τα δειλά, πολλές φορές, βήματα προς τη βελτίωση που επιχειρούσε ο Μητσοτάκης. Η Αριστερή και η Δεξιά πλαγιοκόπηση χαρακτηρίστηκε από αναχρονιστικά ιδεολογικά χαρακτηριστικά που καθόρισαν την παλαιότητα των αντικυβερνητικών επιχειρημάτων.
Όπως και στην περίοδο 2015-19 η αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ, διατήρησε την εχθροπάθεια, την ιδεοληψία και τη διάθεση ρεβανσισμού εκδηλώνοντας την ιδεολογική αποστροφή του προς την κανονικότητα. Η δημόσια παραδοχή Αχτσιόγλου ότι η κανονικότητα δεν συμφέρει την Αριστερά, ήταν ένα βασικό ιδεολόγημα της ΣΥΡΙΖΑϊκής αντιπολίτευσης. Συνοδοιπόρος ο λούμπεν λαϊκισμός Πολάκη που πρόσθεσε την εκδίκηση ως θεσμικό εργαλείο για την επιστροφή Τσίπρα στην εξουσία.
Προφανώς, όπως όλοι είδαμε, ο Μητσοτάκης έκανε λάθη. Τα παραδέχθηκε
δημοσίως και ζήτησε συγγνώμη, ως κανονικός άνθρωπος. Είπε ότι έχει λιακάδα και
είχε ήλιο. Δεν επιχειρηματολογούσε πάνω στο ψέμα. Τα γεγονότα ήταν γεγονότα,
που μπορεί να μη συνέφεραν την κυβέρνηση ή να καταδείκνυαν τις αδυναμίες της ή
να αποκάλυπταν τις αβελτηρίες της, όμως ήταν μια πραγματικότητα την οποία ο
Μητσοτάκης δεν παρίστανε ότι δεν υπάρχει.
Στις περισσότερες περιπτώσεις που σκόνταψε η Κυβέρνηση η τρικλοποδιά προήλθε από τα δικά της πόδια! Σε μεγάλο διάστημα της τετραετίας βασικός αντίπαλος της υπήρξε ο εαυτός της. Το ματς παιζόταν μόνο στο μισό γήπεδο αλλά το κυβερνητικό τέρμα δεχόταν γκολ. Ίσως γιατί η αποφασιστικότητα έδωσε τη θέση της στον φόβο και στην αδυναμία να αντιπαρατεθεί και στο ιδεολογικό πεδίο. Ο Πρωθυπουργός δεν πορεύτηκε σε καμία περίπτωση με διάθεση να ξεκαθαρίσει λογαριασμούς με το πρόσφατο παρελθόν, προτίμησε να κοιτάξει στο μέλλον και επέλεξε να δώσει έμφαση στα κεντρώα χαρακτηριστικά της κεντροδεξιάς Ν. Δημοκρατίας, ενοχλώντας κατά περίπτωση την Δεξιά της παράταξης.
Στην οικονομία υπήρξε αδιαφιλονίκητα νικητής ο Μητσοτάκης. Δεν μπορεί να υπάρχει καν σύγκριση με την οικονομική αντίληψη που κληροδότησε η Αριστερά. Εάν σκεφτούμε εκ περισσού ότι οι κυβερνητικές επιδόσεις επιτεύχθηκαν μέσα σε μεγάλα διαστήματα σοβαρών κρίσεων, επιδημίας, εξωτερικών απειλών και του πολέμου της Ρωσίας στην ευρωπαϊκή Ουκρανία. Πολύ λογικά όπως αρμόζει σε μια φιλελεύθερη Δημοκρατία ασκήθηκε κριτική στην οικονομική πολιτική ως προς τα επιδόματα που διανεμήθηκαν κυρίως από την οπτική ότι μια ατελής αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής επέτρεψε σε πολίτες που δεν δικαιούνταν να γίνουν αποδέκτες των επιδομάτων. Κάτι που επέτεινε την κοινωνική αδικία.
Ναι, δυστυχέστατα, συνέβησαν. Το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη κι ο άδικος χαμός των 57 συνανθρώπων μας θα μας στοιχειώνει. Η ίδια Κυβέρνηση που έδωσε φτερά στην κρατική ΔΕΗ και την απογείωσε με τα εργαλεία της ιδιωτικής οικονομίας, έπεσε στα βράχια του κρατισμού με τον ΟΣΕ. Οι υποκλοπές της ΕΥΠ, ως νόμιμες επισυνδέσεις με την υπογραφή και της αρμόδιας Εισαγγελέως επίσης. Η κοινή γνώμη όμως έμεινε μετέωρη ανάμεσα στη νόμιμη επισύνδεση και της δημόσιας συγγνώμης του Πρωθυπουργού για την παρακολούθηση του Ν. Ανδρουλάκη. Η ζωηρή συζήτηση για τα θεσμικά θέματα διαφάνειας, ουσιαστικής αντιμετώπισης της διαφθοράς σε κάποιες δραστηριότητες θα έχει, φυσικά, συνέχεια…
Εάν αφαιρέσω την εικόνα του Μητσοτάκη από τη φωτογραφία με τους πέντε υποψήφιους για την Πρωθυπουργία δεν υπάρχει άλλος για τη θέση, κατά την άποψη μου. Το ότι δεν έχει αντίπαλο δεν με χαροποιεί από τη στιγμή που αποδέχομαι τον κανόνα του πολιτεύματος περί της εναλλαγής στην εξουσία. Ναι, υπό την προϋπόθεση ότι τα κόμματα με πείθουν ότι αποδέχονται τους κανόνες της Δημοκρατίας. Δεν με πείθουν. Όπως δεν με πείθουν και οι αρχηγοί τους για τις ικανότητες τους στην πολιτική διοίκηση του Κράτους (μας).
Οι απαιτήσεις από τη νέα κυβέρνηση που, ενδεχομένως, σχηματίσει ο νυν Πρωθυπουργός εννοείται πως θα πολλαπλασιαστούν. Θα ζητηθεί περισσότερο θάρρος, τόλμη, αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα από τα μέλη του υπουργικού συμβουλίου. Η όποια ανοχή του παρελθόντος θα μηδενιστεί. Δεν θα έχει νόημα η νέα τετραετία εάν δεν συνοδευτεί με επίπονη και επίμονη προσπάθεια βελτίωσης των ποιοτικών δεδομένων σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής κοινωνίας και της ζωής.
Η πιθανότητα
μιας μετριότητας θα ισοδυναμεί με ήττα! Όχι μόνο γιατί δεν υπάρχει άλλος, αλλά
και γιατί ο Μητσοτάκης, ακόμη με τα λάθη του, απέδειξε ότι μπορεί να είναι
επικεφαλής, εκπροσωπώντας την Ελλάδα διεθνώς, με υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση
θα εμπιστευθώ ξανά την ψήφο μου.Με την ελπίδα να μην διαψευστώ».
(Αρθρο του Α.Πορτοσάλτε από το liberal.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου