«Πέρυσι τον Μάρτιο η όψη του Πολυτεχνείου επί της οδού
Στουρνάρη καλύφθηκε από ένα τεράστιο γκράφιτι. Συμπαγές, ζοφερό. Δεν θεωρήθηκε
αυτόχρημα βανδαλισμός. Υπήρξε διάσταση απόψεων. Μάλιστα ο πρύτανης του
Πολυτεχνείου αρνήθηκε να καταδικάσει την πράξη: «Eχω πολλά να καταδικάσω και δεν θέλω να μπω σε
αυτήν τη λογική. Δεν εκφράζω ούτε ευαρέσκεια ούτε δυσαρέσκεια», είχε δηλώσει
στην «Κ» (6/03/2015).Ηταν οι πρώτες μέρες της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Το χθεσινό αποκλειστικό της εφημερίδας «άγνωστοι αφαίρεσαν πέντε ορειχάλκινες
προτομές από την υπαίθρια γλυπτοθήκη του Πνευματικού Κέντρου του Δήμου
Αθηναίων» (της Μαργαρίτας Πουρνάρα) έγινε viral. Οπως αναφέρει το ρεπορτάζ «με μηχάνημα
έριξαν κάτω τις βαριές βάσεις τους και με τροχό έκοψαν τις προτομές, κάτι που
σημαίνει ότι έφτασαν στο σημείο με εξοπλισμό αλλά και με άνεση χρόνου να
ολοκληρώσουν τη δουλειά ανενόχλητοι σε ένα από τα κεντρικότερα σημεία της
πρωτεύουσας». Ανενόχλητοι είχαν ολοκληρώσει και το γκράφιτι του Πολυτεχνείου.
Και αυτό το γεγονός δεν είναι, ασφαλώς, πρωτόφαντο.
Προστίθεται σε μια αλυσίδα παρόμοιων ενεργειών, κράμα βίας, εγκατάλειψης,
ατιμωρησίας. Ενας χουλιγκανισμός καθόλου υφέρπων, εντάθηκε εδώ και περίπου μια
οκταετία, αλλά τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο γίνεται όλο και πιο σύνθετο,
πιο «καθεστωτικό». Η ανοχή στην παραβατικότητα από τη νυν κυβέρνηση και η
υπόθαλψή της όσο ήταν αντιπολίτευση, πρόσφερε και άλλοθι και μια εύκολη
ερμηνεία για τις λεηλασίες. Οι καταστροφές δεν ήταν παρά απεικόνιση της κρίσης.
Η λέξη μπροστά στην οποία κανείς φρέναρε και εξακολουθεί να φρενάρει απότομα.
«Ερμηνεύει» τον καλύτερο και χειρότερο εαυτό μας.
Ομως αν εναποθέσουμε όλες τις απώλειες στην πλάτη της, θα
θεωρήσουμε ότι είναι κάτι ενδεχομένως και προσωρινό· αν υποχωρήσει η κρίση,
δηλαδή, όλα θα ξαναβρούν τον ρυθμό τους. Οπως «τρέχει» κανείς μια εικόνα προς
τα πίσω, σε rewind: οι
ορειχάλκινες κεφαλές στη θέση τους, κτίρια χωρίς μουντζούρες από σπρέι κ.ο.κ.
Δεν θυμόμαστε την Αθήνα ως υπόδειγμα καθαρής πόλης αλλά και
ό,τι συμβαίνει τα τελευταία χρόνια υπερβαίνει κάθε σύγκριση. Το κέντρο της
πόλης είναι θλιβερό, εγκαταλελειμμένο και δύσοσμο. Και όπως επισημαίνει ο Νίκος
Βατόπουλος (στη χθεσινή «Κ»), ο Δήμος Αθηναίων μπορεί να εγκαλεί την αστυνομία
«να αναλάβει τις ευθύνες της», τις «ευθύνες όμως δεν αναλαμβάνει κανείς»,
εντέλει. Και ο δήμος, έχει μεν περιορισμένες δυνατότητες θεσμικά, δεν παύει
όμως να είναι ο κατ’ εξοχήν αρμόδιος για την εικόνα της πόλης.
Οι πολύ καλές προθέσεις του κ. Καμίνη δεν αμφισβητούνται.
Εκείνο που αμφισβητείται, εκ του αποτελέσματος, είναι η δυναμική της παρέμβασής
του. Το ορατό, τροχοπέδη στην εγκατάλειψη. Δεν ζητάει κανείς θαύματα, ούτε
θεαματική ανατροπή. Βελτιώσεις όμως που θα δηλώνουν ότι η πόλη δεν είναι
αφημένη σε σύγκρουση εξουσιών, γραφειοκρατικές εμπλοκές, δυσθυμία και αδυναμία,
ένα σήμα ανάκαμψης και αναθάρρυνσης, από τον δήμαρχό του περιμένει κανείς.
Ολοι
γνωρίζουμε τα «μεγάλα» προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό ή τα περιορισμένα
οικονομικά. Εκείνο όμως που θα θέλαμε είναι να μη διαβάζουμε ανακοινώσεις με
θυμωμένο τον Δήμο Αθηναίων να αντιδράει όπως ο κάθε πολίτης, διαπιστώνοντας πως
«η κατάσταση με το Πνευματικό Κέντρο και γενικότερα με την Τριλογία δεν μπορεί
να συνεχιστεί ούτε μία μέρα ακόμα». Γιατί ο δήμος της πόλης πρέπει να
συντάσσεται με τη λύση του προβλήματος όχι με την καταγραφή του.
Οι λύσεις προφανώς χρειάζονται πολιτική βούληση. Χρειάζονται
συνεννοήσεις, συναποφάσεις, πρόθυμη γι’ αυτό πολιτική εξουσία. Οπως φαίνεται η
ενδοεπικοινωνία δήμου - κυβέρνησης απέχει πολύ από το να είναι καλή. Εν τω
μεταξύ, όμως, η πόλη ακρωτηριάζεται».
(Άρθρο της Μ.Kατσουνάκη από την ΚΑΘΗΕΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου