«… Το παιδί μεγάλωνε, έγινε άντρας κι έγινε ο πιο επιτήδειος κλέφτης της περιοχής.
Κάποτε, όμως, τον έπιασαν, την ώρα που λήστευε ένα σπίτι, τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Την ώρα που τον έσερναν δεμένο για να τον πάνε στον τόπο όπου ο δήμιος θα του έκοβε το κεφάλι, η μητέρα του έτρεχε πίσω από τη συνοδεία κι έκλαιγε, χτυπώντας το στήθος της με απελπισία.
- Γιε μου πού σε πάνε; Γιε μου! Πού σε πάνε; Φώναζε απελπισμένα.
Τότε ο κατάδικος σταμάτησε και παρακάλεσε εκείνους που τον πήγαιναν να τον αφήσουν να πει κάτι κρυφά στη μητέρα του.
Εκείνοι δέχτηκαν, μια που λίγη ώρα είχε ακόμα να ζήσει.
Τότε ο κατάδικος έσκυψε, τάχα να πει κάτι στ’ αφτί της μητέρας του, και της το ξερίζωσε με τα δόντια του!
- Δεν ντρέπεσαι, καταραμένο παιδί! Φώναξε εκείνη, ουρλιάζοντας από τους πόνους. Δεν σου φτάνουν τόσα εγκλήματα που έκανες, φέρεσαι έτσι και στη μητέρα που σε γέννησε;
- Εσύ φταις για το κατάντημά μου, της αποκρίθηκε ο κατάδικος. Αν με μάλωνες όταν έκλεψα για πρώτη φορά εκείνη την πλάκα και σου την έφερα, σήμερα δεν θα με πήγαιναν να μου κόψουν το κεφάλι.»
(Απόσπασμα άρθρου του Σ. Κοτρώτσιου από το marketnews.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου