«Μόλις ανακοινώθηκε η
απονομή του βραβείου αυτός εξαφανίστηκε. Σαν παιδί που κρύβεται για να μην το
πιάσουν, το ντύσουν, το χτενίσουν, του βάλουν και γραβάτα για να κάνει τον
παράνυφο. Τον φανταζόμουν να απολαμβάνει τον καβγά που ξέσπασε διεθνώς γύρω από
το όνομά του και το έργο του. Αξιζε ένα Νομπέλ Λογοτεχνίας στον Ντίλαν; Μπορείς
να αφαιρέσεις τη μουσική από τα τραγούδια του και να απολαύσεις την ποίηση;
Κατά τη γνώμη μου όχι, παρότι εξακολουθώ να αγαπώ τον Ντίλαν με τον οποίον
μεγάλωσα. Αυτό όμως δεν έχει σημασία στη μετανεωτερική εποχή μας, η οποία
αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία χωρίς όρια και περιορισμούς, αδιαφορεί για τα
πρότυπα και την έννοια του κλασικού. Κάτι σαν τους εικαστικούς ένα πράγμα, που
έχουν αντικαταστήσει ως «δημιουργοί» τους ζωγράφους και τους γλύπτες. Και ο
Αϊγουεϊγουέι υπηρετεί την ίδια τέχνη που κάποτε υπηρετούσε ο Ντα Βίντσι.
Το
Silver Alert ήταν έτοιμο: χάθηκε ηλικιωμένο βραβείο Νομπέλ, ακούει στο όνομα
Ντίλαν, ή Τσίμερμαν, όταν έφυγε από το σπίτι του φορούσε τριμμένο τζιν, ριχτό
πουκάμισο και πλατύγυρο καπέλο. Και η αγωνία κορυφωνόταν στο μέγα ερώτημα: θα
το δεχτεί ή δεν θα το δεχτεί ο Μπομπ ο Ντίλαν το Νομπέλ;
Θα γίνει Καμί ή Σαρτρ;
Είναι κι εκείνο το εκατομμύριο στη μέση που δεν το έχει ανάγκη μεν, όπως δεν το
είχε ανάγκη ο Σαρτρ και μπορούσε να το παίξει επαναστάτης ρουφώντας το ουισκάκι
του στο Deux Magots με την αντιπαθεστάτη φεμινίστρια στο πλάι του. Το είχε όμως
ανάγκη ο Καμί, το φτωχόπαιδο από την Αλγερία. Οπως και η Ακαδημία Νομπέλ είχε
ανάγκη από τον Ντίλαν για να ζωντανέψουν λίγο τα αίματα του βραβείου που ψάχνει
τον εαυτό του, όπως και η λογοτεχνία ψάχνει τον εαυτό της στα χρόνια της
μετανεωτερικότητας.
Εντέλει, ο Ντίλαν
αποδείχθηκε Ντίλαν, έτσι όπως τον αγαπήσαμε. «Την απάντηση, φίλε μου, την
παίρνει ο άνεμος». Δέχθηκε μεν το βραβείο, δεν παρέστη όμως στην τελετή
απονομής του. Αντ’ αυτού έστειλε την Πάτι Σμιθ να τραγουδήσει, μάλλον να
ταλαιπωρήσει τα μέλη της βασιλικής οικογενείας και της Ακαδημίας. Και ο ίδιος
έστειλε μία επιστολή για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Εξηγεί πως ο ίδιος
δεν πίστευε ποτέ πως είναι λογοτέχνης, όμως για να το λέει η αξιόλογη ομήγυρις
των εριτίμων ακαδημαϊκών, έτσι πρέπει να είναι.
Αντελήφθησαν την ειρωνεία; Και
να την αντελήφθησαν έκαναν πως δεν την αντελήφθησαν. Για να καλύψει πάντως την
αμηχανία τους, όχι τη δική του, τους είπε πως αυτός σ’ όλη του τη ζωή τραγούδια
ήθελε να γράφει και να κάνει δίσκους, τραγούδια έγραφε κι έκανε δίσκους και
συναυλίες. Οπως κι ο Σαίξπηρ έγραφε θέατρο, λέει, και σκεφτόταν τους ηθοποιούς,
τους χρηματοδότες και τα συμπαρομαρτούντα. Ούτε ο Σαίξπηρ πίστευε ότι κάνει
λογοτεχνία, οπότε πατσίσαμε.
Το ζήτημα με το Νομπέλ στον Ντίλαν δεν είναι ο
Ντίλαν και η τέχνη του. Το ζητούμενο είναι πώς ένας παγκόσμιος θεσμός, όπως η
Ακαδημία Νομπέλ, αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία. Αν δηλαδή εξακολουθεί να θεωρεί
ότι υπάρχει μια δημιουργία η οποία διακρίνεται από όλες τις άλλες διότι έχει τη
δική της αυτονομία ή αν κι αυτή είναι παράρτημα, ή παράπλευρη απώλεια, της
χυλώδους αντιλήψεως περί πολιτισμού. Κάτι σαν τους εικαστικούς που πετούν γατάκια
στον αέρα ή τον Μπερτολούτσι, που αποκάλυψε ότι δεν είχε ειδοποιήσει τη Μαρία
Σνάιντερ για την περίφημη σκηνή με το βούτυρο για να δει πώς θα αντιδράσει.Τώρα
με συγχωρείτε. Γίνεσαι συντηρητικός ή δεν γίνεσαι;»
(Άρθρο του Τ.Θεοδωρόπουλου από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου