Οι εφημερίδες είναι μικρές πατρίδες
κι αυτό που νιώθω σήμερα είναι μια μικρή εξορία. Τα «Νέα» ήταν το αναγνωστικό μου στο Δημοτικό. Οι πρώτες
σελίδες της εφημερίδας, το κασέ, οι γελοιογραφίες, κάποια χρονογραφήματα −παλιότερα τα «Πρόσωπα»− και
ορισμένα άρθρα έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου όπως σε άλλους τα πρώτα σχολικά
αναγνώσματα. Στο σπίτι η εφημερίδα ερχόταν κάθε μέρα μαζί με το ψωμί,
καθημερινή απαράβατη ιεροτελεστία που
καθησύχαζε το παιδί ότι η κανονικότητα πάντα θα ρέει ανεμπόδιστη.
Στην αρχή την κρυφοκοίταζα πίσω από την πλάτη του πατέρα μου ή
διάβαζα το εξώφυλλο στο κρυμμένο πρόσωπο της μητέρας μου που διαβάζει πάντα
δίπλα στην πορτοκαλί πολυθρόνα (της) δίπλα στο καλοριφέρ. Αργότερα την
ξεφύλλιζα μόνη μου, μεγαλώνοντας άρχισα να τη ρουφάω, στην ουσία άρχισα να
ανακαλύπτω τον κόσμο (μου) μέσα στις σελίδες της σε μια εποχή που δεν υπήρχαν
κομπιούτερ και η τηλεόραση ήταν φτωχή. Στη μικρή επαρχία που μεγάλωσα οι
παραστάσεις μου από την τέχνη, την κοινωνία κι αργότερα την πολιτική, πρώτο
σπινθήρα είχαν τις σελίδες της οικογενειακής μας εφημερίδας.
Όταν άφησα το σπίτι ήταν η μόνη συνήθεια που πήρα μαζί μου,
λες και μέσα στη θύελλα της μετεφηβικής επανάστασης ήθελα να κρατήσω αλώβητο το
πιο σταθερό νήμα που με έδενε με την καθημερινότητα των μαθητικών μου χρόνων.
Σαν μαξιλάρι ασφαλείας, τότε που τίποτε δεν ήταν πια ίδιο στη ζωή μου, κράτησα
ίδια τη σημαία κάθε μέρας, την εφημερίδα μας, τηνεφημερίδα μου.
Όταν μετά το πανεπιστήμιο έψαξα για δουλειά στη δημοσιογραφία,
τα βήματα μου μόνα τους με οδήγησαν στη Χρήστου Λαδά. Και σαν από θαύμα μπήκα
στις σελίδες του αναγνωστικού μου −ένιωσα να καταλαμβάνω μία από τις κορυφές
της ζωής μου όταν έγινα κομμάτι της ίδια μυρωδιάς που έφερναν οι γονείς στο
σπίτι−, τώρα με κουβαλούσαν κι εμένα κάθε μέρα μαζί με το ψωμί.
Ύστερα το επάγγελμα με οδήγησε σε άλλα μονοπάτια αλλά σε αυτήν
την κορυφή είχα χαράξει παντοτινά τα αρχικά μου. Και ποτέ μέχρι σήμερα δεν
σταμάτησα την αδιάσπαστη τελετουργία δεκαετιών, την καθημερινή ανάγνωση του
οικείου − όλες τις διάβαζα πια για επαγγελματικούς λόγους αλλά οι σφυγμοί μου
έπεφταν και το βλέμμα μου ηρεμούσε όταν για λίγα λεπτά κάθε μέρα ξαναέβρισκα το
κοριτσάκι που αγκάλιαζε την πλάτη του μπαμπά ή παρενοχλούσε μέχρι να κατεβάσει
την εφημερίδα στα γόνατα η μαμά. Μέχρι σήμερα, γιατί σήμερα ήταν η πρώτη φορά
που δεν τη βρήκα στο σώμα των απογευματινών εφημερίδων κι ένιωσα να κόβεται
ένας δεσμός σχεδόν σαν σχέση.
Σκέφτομαι ότι οι εφημερίδες είναι μικρές πατρίδες. Κι αυτό που
νιώθω εγώ σήμερα είναι μια μικρή εξορία που είμαι σίγουρη ότι την έχουν νιώσει
χιλιάδες μέχρι σήμερα όταν έκλεισε η «Ελευθεροτυπία», η «Απογευματινή» και
τόσες άλλες. Δεν ήταν πια η ίδια εφημερίδα, είχε αλλάξει πολλές φορές στο διάβα
των δεκαετιών, αλλά και η ίδια η πατρίδα άλλαξε − αλλάζουν οι πατρίδες αλλά
εμείς τις αγαπάμε το ίδιο κι ας βλέπουμε ρωγμές φθοράς και σήματα εντροπίας.
Άλλη μια φουρνιά εξόριστων δημιουργήθηκε σήμερα και η ελπίδα όλων μας είναι ο
νόστος στην αγαπημένη (μας) μικρή πατρίδα.
Η σκέψη μου όμως είναι κυρίως στους συναδέλφους μου που σήμερα
χάνουν πολύ περισσότερα − αυτό που για τους αναγνώστες είναι εξορία, γι' αυτούς
είναι μικρός θάνατος. Δεν είναι δουλειά μου να αναζητήσω ευθύνες κι ενόχους,
ξέρω όμως ότι μέχρι τώρα δούλευαν αγόγγυστα, με αυταπάρνηση και χλωμές ελπίδες,
και αυτό που τους έτυχε δεν το άξιζαν. Μακάρι σύντομα να ξαναδώ τις υπογραφές
τους στο αναγνωστικό μου».
(Άρθρο της Λ.παπαδάκη από το protagon.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου