«Κάθε καλοκαίρι, ο ακήρυχτος εμφύλιος πόλεμος, που μας κοστίζει
ένα χωριό τον χρόνο, αποκτά ένα επιπλέον μέτωπο: στην άσφαλτο προστίθεται η
θάλασσα. Οχι όμως η καθαυτό θάλασσα, η βαθιά και απόμακρη. Η μηχανοκίνητη,
ταχύπλοη εγωπάθεια δεν μπορεί να τραφεί αφανής, μακριά από τα «θαυμαστικά»
βλέμματα όσων κολυμπούν ή χαζεύουν αραχτοί σε παραλιακά ουζάδικα.
Τι χαρά να σου δώσει το σκάφος αν δεν το βλέπουν και δεν το
ζηλεύουν οι πεζοί άνθρωποι του κόσμου τούτου. Τα κότσια σου, άλλωστε, δεν είναι
για τα βαθιά και τα απόμακρα. Το ξέρεις κι εσύ ο ίδιος πώς στα κομμάτια
απέκτησες το διπλωματάκι· πέντε ψευτομαθήματα, λίγο λάδωμα, ένας φίλος από την
κάθε Κορώνη της κάθε εξουσίας, όλα βολεύονται. Κατά βάθος την αδαημοσύνη σου
την αποδέχεται ακόμη και ο αρρωστημένος ναρκισσισμός σου. Γι’ αυτό και
αποφασίζεις να κάνεις το κομμάτι σου κοντά στην αμμουδιά. Γι’ αυτό όλο και πιο
συχνά διαλέγεις να αντλήσεις ηδονή τρομάζοντας τους λουόμενους με τσαχπινιές.
Αν έχεις, μάλιστα, και κάποιο «μωρό» δίπλα σου και πρέπει να το εντυπωσιάσεις,
να το πείσεις ότι, παρά την υπερδιπλάσια ηλικία σου, παραμένεις ζωηρός, τότε
δυάρα δεν δίνεις για τα παιδιά του κόσμου που κολυμπούν με σωσίβια στα τριάντα
μέτρα ή πάνε εκδρομούλα με λάντζα. Το τερματίζεις, κι όποιον πάρει ο χάρος.
Τόσο απλά. Τόσο ωμά. Τόσο κρετίνικα.
Σύμφωνα με την πρώτη «εξήγησή» του, που πρέπει να δόθηκε
σχετικά αυθόρμητα και υπό το καθεστώς της ένοχης ταραχής που προκαλεί και στους
ωμότερους η εξαιτίας τους απώλεια ζωών, ο ταχυπλοούχος της Αίγινας «δεν είδε
τίποτα, δεν κατάλαβε τίποτε, επειδή αφαιρέθηκε». Και επειδή συνέχισε να μη
βλέπει και να μην καταλαβαίνει και μετά τη σφοδρότατη σύγκρουση των δύο σκαφών,
αποχώρησε από τον χώρο του δυστυχήματος, τον χώρο του εγκλήματος, δίχως να
χρονοτριβήσει για να βοηθήσει. Μπορεί αυτόν που «δεν είδε τίποτε και δεν
κατάλαβε τίποτε» (δεν είδε δηλαδή μια λάντζα με τριάντα ανθρώπους μέσα, όχι
κάποιον ριψοκίνδυνο που κολυμπούσε στ’ ανοιχτά δίχως σημαδούρα) να μην τον
βαραίνει τουλάχιστον η αμέλεια; Φαίνεται ότι μπορεί, έστω με κάπως στρεψόδικο
σκεπτικό.
Αυτό τουλάχιστον μας διαβεβαίωσε ο δικηγόρος του κ. Θρασύβουλου
Λυκουρέζου, ο κ. Αλέξανδρος Λυκουρέζος, που γνωμάτευσε πως «η αμέλεια δεν ήταν
του χειριστή του ταχύπλοου». Την επομένη ο κ. Αλ. Λυκουρέζος αποσύρθηκε από την
υπεράσπιση του εξαδέλφου του. Η εξήγησή του: «Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας που
υποδεικνύει στον δικηγόρο να μην αναλαμβάνει σοβαρές ποινικές υποθέσεις στενών
συγγενών του», επειδή «δεν μπορεί να ασκήσει με την απαιτούμενη ψυχραιμία και
νηφαλιότητα τα υπερασπιστικά του καθήκοντα, αλλά τείνει να προσέρχεται στη
διαδικασία με ψυχολογία διαδίκου και όχι συνηγόρου».
Αραγε το πρώτο του
πόρισμα, απαλλακτικό για τον συγγενή του, συντάχθηκε με ψυχολογία νηφάλιου
συνηγόρου ή διαδίκου συναισθηματικά εμπλεκόμενου, άρα μεροληπτικού;»
(Άρθρο του Π.Μπουκάλα πό την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου