«Μαθήματα, τέλος. Μερικοί απ’ τη χαρά τους πετούσαν τα βιβλία
στον αέρα και αυτά επέστρεφαν με λιγότερες ή καθόλου σελίδες.
Από την επομένη ξεχυνόμασταν στα σοκάκια της Λευκάδας. Κέντρο
εξόρμησης ήταν η γειτονιά μας, όπου είχε έδρα η ομάδα μας κι απ’ όπου
εξορμούσαμε με εισπήδηση σε παραπλήσιες. Η κάθε γειτονιά είχε την ονομασία της
ενορίας στην οποία ανήκε. Η πιο σκληρή ομάδα ήταν του Αγίου Δημητρίου, με
αρχηγό την Αύρα. Συναρχηγός ήταν ο Τάκης ο Πιλιλής. Είχαν τα όπλα τους κρυμμένα
στην οροφή της εκκλησίας και μόνο με σκάλα μπορούσες ν’ ανέβεις.
Η αιφνιδιαστική εφόρμηση συνοδευόταν από κραυγές ινδιάνικες ή
καουμπόικες για να καταπτοηθεί ο αντίπαλος. Οταν αυτός ήταν ισχυρός, τότε
συμπράτταμε μ’ άλλες φυλές και προσπαθούσαμε να τους αιχμαλωτίσουμε. Να παραδοθούν.
Στη μάχη σώμα με σώμα, οι μεν παρίσταναν τους Αθηναίους κι οι άλλοι τους
Σπαρτιάτες. Τόπος μονομαχίας ήταν οι αλυκές, όπου γίνονταν και οι ποδοσφαιρικοί
αγώνες. Οταν υπήρχε τόπι που να θυμίζει λίγο μπάλα. Υπήρχε και εκεί ένταση,
έξαψη, πάθος, πανηγυρισμοί στο γκολ. Από κάθε αναμέτρηση ξεπετάγονταν οι
τοπικοί ήρωες.
Μεγαλώνοντας ζητούσαμε μεγαλύτερο χώρο κίνησης. Δράση μέχρι τη
θάλασσα. Το Κάστρο και την αμμουδιά, τη βελούδινη, θεοστόλιστη με κοκόνες. Τις
μετατρέπαμε σε κομπολόγια με γρανέτες, για να τις χαρίσουμε αργότερα σε
αστραφτερά κορίτσια, που έρχονταν στο μοναδικό φολκλορικό φεστιβάλ απ’ όλο τον
κόσμο, πιστεύοντας σε ανταπόκριση της χειρονομίας μας. Η ανταπόδοση ήταν ένα
φιλί στο μάγουλο. Η διαδρομή από την πόλη γινόταν με βάρκες με πανιά και μετά
με μηχανή. Βενζίνες τις λέγαμε. Είχε όμως εισιτήριο και εμείς προτιμούσαμε να
αγοράζουμε καραμέλες ή βώλους. Ετσι πηγαίναμε περίπου ένα χιλιόμετρο με τα
πόδια, ξυπόλητοι. Η άσφαλτος στην αρχή μάς έκαιγε. Ολα όμως είναι συνήθεια.
Στη
διαδρομή, στις «Πέντε Καμάρες», πέφταμε να δροσισθούμε. Εκεί περίπου
παρατηρήσαμε ότι στην επιστροφή από το κάστρο ο βαρκάρης δίπλωνε τα εισιτήρια,
τά ’κανε κόμπο και τα πετούσε στη θάλασσα. Τότε ο Νίκος, δεινός κολυμβητής,
έπεφτε, μάζευε τα εισιτήρια, τα στεγνώναμε κι έτσι πρώτοι και καλύτεροι
απολαμβάναμε, από την επομένη, αυτό το μικρό ταξίδι δωρεάν. Πριν αράξει η
βάρκα, ρίχναμε και τη βουτιά. Επρεπε να κάνουμε την επίδειξή μας, την οποία
συνεχίζαμε μαζί με πολλούς άλλους, πέφτοντας πλέον από την προκυμαία. Αρχηγοί
στις βουτιές ήταν ο Φιόρος και ο Καλλίστρατος και στις εντυπωσιακότερες κεφαλιές
ο Πλάτωνας.
Συναγωνιζόμασταν ο ένας τον άλλο. Οπως και με τις πυραμίδες
στην άμμο. Ποιος θα φθάσει πιο ψηλά. Κάτω, οι μπρατσωμένοι σαν τον Τζωμά, στην
κορυφή οι λιγνοί όπως εγώ. Το μεσημέρι ησύχαζαν τα στενά, μόνο η φωνή του
παγωτατζή με το τρίκυκλο που διαλαλούσε το εμπόρευμά του: «Παγωτό θαύμα. Εχει
κρέμα, σοκολάτα, κύπελλο και κακάο μ’ ένα φράγκο». Οταν ήμασταν τυχεροί, καλά
παιδιά, οι γονείς μας δεν μας χαλούσαν χατίρι. Μόνο που δεν ήταν και το
σύνηθες. Μεσημέρι, ύπνος υποτίθεται και κλειστές πόρτες, παράθυρα για το
ενδεχόμενο απόδρασης.
Δεν βλέπαμε πότε θα πάει έξι για την απογευματινή
εξόρμηση. Ούτε κουβέντα για έκθεση, όπως με πίεζε ο πατέρας μου. Ούτε και μ’
αντάλλαγμα ένα υποβρύχιο στον Αμερικάνο ή ακόμη και σινεμά. Προτιμούσαμε να
βλέπουμε ξεκούραστα, αμφιθεατρικά, αφ’ υψηλού τα έργα. Από τη μάντρα. Ο
ιδιοκτήτης έχανε εισιτήρια και μας κυνηγούσε. Είχαμε όμως και τσιλιαδόρο,
ήμασταν και ευκίνητοι σαν κατσίκια, κάναν κι οι χωροφύλακες τα στραβά μάτια κι
έτσι περνάγαμε καλά όλοι. Εκτός από τον Αθηναίο ξάδελφό μας, που άμαθος και
δυσκίνητος δεν μπορούσε να ακολουθήσει τέτοιου είδους «επικίνδυνες»
δραστηριότητες.
Αμέτρητες ώρες πάνω – κάτω στο παζάρι: ολόκληρα χιλιόμετρα.
Από το απόγευμα μέχρι το βράδυ. Και όλο χαιρετιόμασταν, μέχρι που αρκούμασταν σ’
ένα σκέτο «ε».
Πάει κι αυτή η μέρα. Τι κάνουμε αύριο, παιδιά; Συνάντηση στα
«Δέντρα» στις δέκα. Το πρόγραμμα είχε αυτοπεριορισμούς. Επρεπε να προσέχουμε
τους γονείς, ήταν ιδιαίτερα αυστηροί. Εμένα μού θύμιζαν τον Ιαβέρη. Αναμνήσεις
υπέροχες. Σωματικές – πνευματικές δυνάμεις σε δράση, κίνηση, ζωή. Τα είχαμε
όλα. Δεν μας έλειπε τίποτα!»
(Άρθρο του Δ.Παξινού από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου