«Το να ρυθμίζει το υπουργείο, δηλαδή το κράτος, πότε πρέπει
και πότε δεν πρέπει να διαβάζει για το σχολείο ένα παιδί -και μάλιστα με
διάταξη, με κανονιστική διαδικασία, είναι -κατ’ αρχάς- μακριά από κάθε σύγχρονη
λογική και παιδαγωγική πραγματικότητα. Μεταξύ της ομιχλώδους επιχειρηματολογίας που περιλαμβάνεται στη
σχετική διάταξη είναι και «η αύξηση του ποιοτικού χρόνου των παιδιών με τους
γονείς τους».
Η διασκέδαση, το παιχνίδι, ο δημιουργικός χρόνος, η αίσθηση
της χαλαρότητας ή ό,τι άλλο είχαν στο μυαλό τους οι εμπνευστές του Happy
Friday, είναι αποκλειστική ευθύνη της οικογένειας και όχι του κράτους. Ευθύνη
του τελευταίου πρέπει να είναι ο προσεκτικός, επιστημονικός, ορθολογικός,
σύγχρονος και αποτελεσματικός σχεδιασμός της ένταξης όλων αυτών που θεωρητικά
επικαλείται αυτός αυτός ο ακαταλαβίστικος αυτοσχεδιασμός, στην υπάρχουσα
σχολική πραγματικότητα.
Να συνταιριάζει τη δημιουργικότητα και την αίσθηση της
ανώδυνης μαθησιακής εξέλιξης με τις υπαρκτές συνθήκες που σε κάποιες σημερινές
περιπτώσεις θυμίζουν καταναγκαστικά έργα. Όχι να θεσμοθετεί -όσο πιο επίσημα
μπορεί- τον διαχωρισμό της εκπαιδευτικής / μορφωτικής προσωπικής εργασίας που έχει να κάνει ένα παιδί του Δημοτικού από
τη διασκέδαση, τη χαλαρότητα του ελεύθερου χρόνου και τη δημιουργική διάσταση
της μάθησης.
Έτσι στο πρώτο που εκπαιδεύεται είναι να μάθει να διαχωρίζει την
έννοια του «ποιοτικού χρόνου με τους γονείς» από τον χρόνο που όλοι μαζί, το
ίδιο και οι γονείς του, ασχολούνται με τη μόρφωσή του.
Με τόσα αρνητικά δεδομένα και άλλα τόσα και περισσότερα,
άγνωστα σε εμάς τους πολλούς, δομικά προβλήματα της δημόσιας παιδείας σε αυτό
το ηλικιακό επίπεδο, το να προσπαθεί κάποιος να εφαρμόσει κάτι που εφαρμόζεται
σε προηγμένα εκπαιδευτικά συστήματα χωρίς να το συνοδεύει με τις ανάλογες, αν
όχι μεταρρυθμίσεις, άντε αναβαθμίσεις, είναι, τουλάχιστον, δείγμα
αρχοντοχωριάτικου μιμητισμού. Δημιουργεί, επίσης, και υπόνοιες ιδεοληπτικής
δήθεν κίνησης μείωσης της απόστασης μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής εκπαίδευσης.
Πως ήταν εκείνη η αρλούμπα περί απαγόρευσης των σχολικών εκδρομών στο εξωτερικό
με στόχο «τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων», όπως την είχε χαρακτηρίσει η
κρατική τηλεόραση; Ε, το ίδιο θα μπορούσε να συμβαίνει και με το παράτημα της
σχολικής τσάντας για ένα ΣΚ το μήνα, αλλά από την ανάποδη. Αντί να ισοπεδώνουμε
δια της ιδεοληπτικής βίας, «αναβαθμίζουμε», και καλά, έτσι, μπακαλίστικα και
ερασιτεχνικά. Και με το άγχος της ...ψωροκώσταινας, φυσικά.
Ακόμα και γλωσσολογικά, η λέξη «παιδεία» περιέχει το
«παιχνίδι». Με κάτι τέτοιες αυτοσχεδιαστικές αρλούμπες το μόνο που μπορεί να
επιτύχει μία σχολική τσάντα που θα «περάσει» το Σαββατοκύριακο στο σχολείο
είναι να καλλιεργεί και να ωραιοποιεί τη σχέση των παιδιών με την αίσθηση της
κοπάνας και της λούφας. Και για να σταθούμε στην ουσία της ουσίας, όλη η
προσπάθεια για ένα σύγχρονο και μοντέρνο εκπαιδευτικό σύστημα σε σχέση με τη
σχολική τσάντα είναι να προσπαθήσει να την ελαφρύνει και όχι να τη διατηρεί ασήκωτη,
όπως είναι τώρα.
Αν κάτσει και το καλοσκεφτεί κάποιος, στο βάρος της σχολικής
τσάντας κρύβεται ένα από τα σημαντικότερα μυστικά της βελτίωσης του συστήματος.
Αλλά για να το κάνει πρέπει να πληρούνται δυο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον, να θέλει να κάτσει και, δεύτερον, να μπορεί να
...καλοσκεφτεί.
«Ποιοτικός χρόνος» της οικογένειας με το παιδί εξασφαλίζεται με
πολλούς άλλους τρόπους. Όπως να έχουν δουλειά οι γονείς και να μην τρέμουν μην
τυχόν και αποκαλυφθεί η αγωνία τους ότι δεν έχουν να του αγοράσουν άλλη τσάντα
αν αχρηστευθεί αυτή. Και όχι αν την αφήνει ένα Σαββατοκύριακο στο σχολείο. Το
γαρ πολύ της επικοινωνιακής ανοησίας...»
(Απόσπασμα άρθρου του Κ. Κωστόπουλου από την ΑΤhensvoice)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου