- Τι είναι εκείνο που σας συγκίνησε στο 'Επος του
Σαράντα;
- Πώς να σας το πω: ήταν ό,τι διάβαζα στην πράξη,
και μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά μην τύχει και δακρύσω, αυτά που με ανία και
δυσφορία διάβαζα ώς τότε στα βιβλία και για την ιστορία της χώρας μου[..] Με τη βοήθεια της
ουσίας αυτής βρήκα το θάρρος να ξαναπροφέρω λόγια που ώς τότε φοβόμουνα επειδή
τα συναντούσα μόνο στα χείλη των κούφιων πολιτικών και των πατριδοκαπήλων.
- Προσωπικά, εσείς, σαν έφεδρος ανθυπολοχαγός, τι
κάνατε στον αγώνα;
- Τι να έκανα εγώ, ένα χαλασμένο παιδί της Αθήνας.
Με κόπο, κόπο ανυπολόγιστο, κατάφερα να είμαι απλώς συνεπής προς την αποστολή
μου. Αλλά είδα στα πρόσωπα των στρατιωτών μου τη λάμψη που είναι ικανός ο
Ελληνισμός ν' αναδώσει όταν πιστεύει στο δίκιο του. Και γνώρισα από κοντά την
αψηφισιά του θανάτου, την ακατάβλητη θέληση της ζωής που έγινε τελικά και δική
μου.
Στο μέτωπο, αρρώστησα από βαρύτατο τύφο. Τα νερά που πίναμε όπου βρίσκαμε,
ανάμεσα στα πτώματα των μουλαριών, ήτανε μολυσμένα. Χωρίς να γνωρίζω τι έχω,
χρειάστηκε να κάνω τρία μερόνυχτα με τα πόδια και με ζώο για να βρεθώ σε βατό
δρόμο και να διακομισθώ στο Νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εμεινα εκεί σαράντα μέρες
με σαράντα πυρετό, ακίνητος, με πάγο στην κοιλιά. Με είχανε αποφασίσει, αλλά
εγώ δεν είχα αποφασίσει τον εαυτό μου. Θυμάμαι ότι αρνήθηκα να με μεταφέρουν
στον μικρό θάλαμο των ετοιμοθανάτων, όπως κάποιο άλλο βράδυ αρνήθηκα να
κοινωνήσω και να εξομολογηθώ στον παπά που μου φέρανε, όταν η κρίση της
αρρώστειας έφτασε στο κατακόρυφο.
Μόλις αρχίσανε οι βομβαρδισμοί, ανοίγανε το
διπλανό μου παράθυρο -μην σπάσουν τα τζάμια και τιναχτούν απάνω μου- και
φεύγανε όλοι στα καταφύγια. Ετσι πέρασα όλες τις τρομερές μέρες της Γερμανικής
επιθέσεως. Κατάμονος σ' έναν έρημο θάλαμο, και γεμάτος πληγές από την απόλυτη
ακινησία. Και την ημέρα που κρίθηκε ότι είχα γλυτώσει και άρχισε να υποχωρεί ο
πυρετός, ήρθε η διαταγή να εκκενωθεί το Νοσοκομείο. Με βάλανε όπως όπως σ' ένα
φορείο, που το χώσανε σ' ένα φορτηγό αυτοκίνητο. Η φάλαγγα από τα Γιάννενα ως
το Αγρίνιο πολυβολήθηκε οκτώ φορές από τα «στούκας». Οι φαντάροι τρέχανε στα
χωράφια, όμως εγώ ήταν αδύνατο να σταθώ όρθιος έστω και για μια στιγμή. Τελικά,
στο Αγρίνιο, με παρατήσανε σ' ένα πεζούλι και φύγανε. Μια καλή κοπέλλα,
εθελοντής νοσοκόμος με άλλη αποστολή, με βοήθησε και μ' έσυρε ως το υπόγειο
μιας καπναποθήκης, όπου σωριάστηκα κ' έμεινα τρεις μέρες.
Αλλά τα υπόλοιπα δεν
έχουν σημασία για τους άλλους. Σημασία έχει ότι «έζησα το θαύμα» και σώθηκα από
ένα θαύμα. Οι γιατροί στην Αθήνα τρίβανε τα μάτια τους. Σύμφωνα με την
Επιστήμη, θα έπρεπε με την παραμικρή μετακίνηση να πάθω εντερορραγία και να
τελειώσω.
(Απόσπασμα συνέντευξης του ποιητή στην "Ελευθεροτυπία")