Οι αναμνήσεις ενός αγωνιστή..
27 Δεκεμβρίου - Πέμπτη
Το πρωί, με βροχερό καιρό αποπλέουμε, αφήνοντας πλέον τη μυροβόλο Χίο και τις απολαύσεις της. Παραπλεύσαμε το Γασπaρό και το Βενέτικο και νυχτώσαμε κοντά στις Κυκλάδες. Έχω πιάσει μια θέση στο αμπάρι εκεί γέμισα από ψείρες ετοιμάζομαι να κοιμηθώ.
30 Δεκεμβρίου - Κυριακή
Από το πρωί αρχίζει, με μικρότερα πλοία, η αποβίβαση στην Πρέβεζα, που ήταν πλέον ελληνική. Παντού κυματίζει η Γαλανόλευκη. Η πείνα επιτείνεται. Κουραμάνα δεν υπάρχει πουθενά, γιατί οι φούρνοι είχαν επιταχθεί για το στρατό. Αρχίζει να βρέχει. Μόλις αποβιβαστήκαμε, ξεκινήσαμε για τον ελαιώνα, προκειμένου να καταυλιστούμε. Φτάσαμε και στήσαμε αντίσκηνα στο υγρό έδαφος.
1913 – 1η Ιανουαρίου - Τρίτη
Τη νυχτερινή κίνηση με τα παιχνίδια της τύχης διαδέχτηκε η κίνηση της ημέρας. Το χαρμόσυνο της ημέρας αναγγέλλεται με 21 κανονιοβολισμούς απ' το φρούριο. Τους κανονιοβολισμούς διαδέχονται οι πυροβολισμοί απ' τους ελεύθερους πλέον Πρεβεζιάνους και τους στρατιώτες. Όλοι οι στρατιώτες, σε ομάδες, στα καφενεία και στις ταβέρνες, με γλέντια και τραγούδια, υποδέχονται τον καινούριο χρόνο, που βρήκε την Ελλάδα μας τόσο μεγάλη. Οι φούρνοι δεν προλαβαίνουν να ψήνουν τα αρνιά των στρατιωτών, τα οποία, άλλωστε, είναι πάμφθηνα. Ο Βασίλης, που είχε την ονομαστική του γιορτή, έχει ψήσει ένα ωραίο αρνί σ' αυτή την πανδαισία πρόκειται να πάρω μέρος κι εγώ. Αλησμόνητο θα μείνει εκείνο το γλέντι. Όλα τα τραγούδια της πατρίδας ακούστηκαν σ' αυτό. Τα τραγούδια ακολούθησε ο χορός. Μόνο τα βιολιά λείπουν για να θυμηθώ τα γλέντια της πατρίδας μου. Όλα τα φυσίγγια τα ρίξαμε. Το απόγευμα έγινε η διανομή της γαλέτας για 4 ημέρες, γιατί την επόμενη μέρα επρόκειτο να αναχωρήσουμε για το Μπιζάνι, από το οποίο ακούγεται η υπόκωφη βοή του τηλεβόλου που σκορπίζει το θάνατο στα αθάνατα παλικάρια του Γριμπόβου, των Πέντε Πηγαδιών, των Ανωγείων, των Πεστών, της Αετοράχης, του Αυγού και της αιματοποτισμένης Μανωλιάσσας.
5 Ιανουαρίου - Σάββατο
Σηκωθήκαμε μόλις ξημέρωσε. Μετά τη διανομή του συσσιτίου, δηλαδή ζωμού, αναχωρήσαμε. Προχωρούμε πλέον μέσα από απότομη κλεισούρα απ' την οποία περνούσε ο ποταμός Λούρος.
Οι κάτοικοι όλων αυτών των χωριών και άλλων αναρίθμητων, άστεγοι, ρακένδυτοι, ξυπόλητοι, πειναλέοι, έχουν τραπεί προς τη Φιλιππιάδα και την Πρέβεζα, για να εξοικονομήσουν στέγη και τροφή. Αυτή ήταν, με λίγα λόγια, η κατάσταση όλων των χωριών από τα Γιάννινα μέχρι την Πρέβεζα. Η βροχή εξακολουθεί και εμείς βαδίζουμε προς τα Πεστά. Τέλος, κατάλουστοι, φτάσαμε στο μέρος που είχε οριστεί για καταυλισμό
8 Ιανουαρίου - Τρίτη
Διαμονή στο Χάνι Φτελιάς. Ημέρα καλοκαιρινή, αλλά λάσπες όχι λίγες, ώστε να μη μπορούμε να πάμε για νερό. Η πείνα κυριαρχεί και κουραμάνα δε φαίνεται πουθενά. Με αγωνία έχoυμε καρφώσει τα βλέμματά μας, μήπως δούμε τα μεταγωγικά, αλλά... Διανυκτέρευση στο ίδιο μέρος.
11 Ιανουαρίου - Παρασκευή
Διαμένουμε στην Κανέτα. Αυτή την ημέρα ήρθε ο Διάδοχος10 για να δει το πολυθρύλητο Μπιζάνι. Πέρασε από την Κανέτα και ανέβηκε στο παρατηρητήριο. Οι Toύρκoι τoν φιλοδώρησαν με μερικές μποτίλιες. Όλος ο στρατός είναι ενθουσιασμένος γιατί ανέλαβε την αρχηγία ο Διάδοχος και έχει πλέον ακράδαντη την πεποίθηση ότι σε λίγο θα είμαστε στα καημένα Γιάννινα.
12 Ιανουαρίου - Σάββατο
Την ημέρα αυτή την περάσαμε καλά: Είχαμε και νερό και γαλέτα.
13 Ιανουαρίου-Κυριακή
Η ημέρα που ανάτειλε μας βρήκε στα προχώματα με το μάνλιχερ στην αγκαλιά. Ύστερα από σιωπή τόσων ημερών έπρεπε πάλι να ακουστεί και να ξεράσει το θάνατο στους πιστούς του Ισλάμ. Δεν είχε φέξει καλά και το γλέντι άρχισε. Ο εχθρός απέχει μόλις 400 μέτρα έχει και ένα πολυβόλο το οποίο ρίχνει με λύσσα.. Δεν μπορούμε να σηκώσουμε κεφάλι. Κατά το απόγευμα άρχισε να βάλλει και το πυροβολικό του Αγίου Νικολάου, αλλά χωρίς κανένα απευκταίο.
15 Ιανουαρίου - Τρίτη
Η ημέρα είναι καλοκαιρινή, κατάλληλη για προσήλιασμα. αρχίζει, με μανία, ο πόλεμος ενάντια στις ψείρες. Η δίψα αφάνταστη, ανάγκασε πολλούς να πιουν από κάποιο λάκκο, μέσα στον οποίο έρρεαν νερά της βροχής που συμπαρέσυραν κάθε ακαθαρσία. Σ αυτούς είμαι και εγώ. Η λυσεντερία θριαμβεύει.
18 Ιανουαρίου - Παρασκευή
Μόλις ξυπνήσαμε το πρωί, όλος ο τόπος ήταν κατάλευκος. Το χιόνι, με πυκνές νιφάδες, εξακολουθεί να πέφτει. Πήγα στον καταυλισμό για το συσσίτιο και πάλι επέστρεψα στους Βαριάδες. Όλοι οι στρατιώτες και οι αντάρτες κυνηγούν κοτσύφια με το μάνλιχερ.
18 Φεβρουαρίου Δευτέρα
Αυτή η ημέρα θα μου μείνει αλησμόνητη. Ήταν μόλις 6 το πρωί και ακούεται η απαίσια εκείνη φωνή: «Κάτω τα αντίσκηνα».
Θεέ μου, τι κρύο ήταν εκείνο! Ποτέ δεν το δοκίμασα στη ζωή μου. Φαντάζεστε το μαρτύριο εκείνο: κάτω απ' αυτές τις περιστάσεις να ξεκουμπώσει κανείς αντίσκηνα παγωμένα και να βγάλει από κοκκαλιασμένο έδαφος πασάλους οι οποίοι είχαν σχεδόν φυτρώσει. Κλαίω σχεδόν από το κρύο. Αρχίζει η διανομή αλλά ποιος μπορεί να βγάλει τα χέρια από τις τσέπες του μανδύα; Πρόβλημα, πράγματι, αν έπρεπε να πεινάσεις ή να κρυώσεις. Τα τρόφιμα ήταν για 4 ημέρες. Τα πάντα είναι έτοιμα. Ξεκινάμε, ταλαντευόμενοι από τον παγερό βοριά που έπνεε με σφοδρότητα. Προχωρούμε προς τους Βαριάδες. Στην πεδιάδα φαίνονται οι εχθρικοί καταυλισμοί στο δρόμο παρατηρείται μεγάλη κίνηση. Εναντίον τους βάλλει το πυροβολικό μας με επιτυχία και τους διασκορπίζει προς το Μπιζάνι και τα Γιάννινα. Κάτω στη Δουρούτη διεξάγεται μάχη από το 1ο Σύνταγμα που κατέλαβε την Τσούκα. Γύρω στη 1 το μεσημέρι κατεβήκαμε στην Κοσμηρά. Το Μπιζάνι εκβάλλει τους τελευταίους επιθανάτιους ρόγχους.
21 Φεβρουαρίου –- Πέμπτη
Θριαμβευτική είσοδος στα Γιάννινα. Τη νύχτα της 20ης προς την 21η Φεβρουαρίου ο διοικητής του 7ου Συντάγματος Ζέρβας, κατέστρωσε το σχέδιο επιθέσεως, κατά τις 7 το πρωί, εναντίον Δουρούτης και Σαδοβίτσας. Τις διαταγές επρόκειτο να μεταδώσω εγώ, ως αγγελιοφόρος του τάγματος Καλυδοπούλου.
Νύχτα απαίσια, έδαφος άγνωστο. Σκέφτομαι ότι σ' αυτό το μέρος την προηγούμενη ημέρα είχε διεξαχθεί πεισματώδης μάχη αναγκάζομαι έτσι να κρατώ, το όπλο γεμισμένο και με εφ' όπλου λόγχη. Σωστή Οδύσσεια, μέχρις ότου βρω τον Καλυδόπουλο. κινδύνευσα, παρ' ολίγο, να πέσω στα χέρια του εχθρού.
Τι ευτύχημα όμως!
Ο Εσάτ πασάς, μόλις κατανόησε τη δύσκολη θέση στην οποία περιήλθε, είχε παραδώσει, άνευ όρων, την πόλη, μαζί με τη φρουρά που ανερχόταν σε 30 χιλιάδες, όχι ανθρώπων, αλλά σκελετών. Το πρωτόκολλο υπέγραψε στο Εμίν-Αγά, κατά τις 11 το βράδυ της 20ης προς την 21η Φεβρουαρίου.
Έτσι, εμείς προχωρούμε προς τη Σαδοβίτσα (Μάρμαρα) , όπου μας έγινε πρωτοφανής υποδοχή και φιλοξενία εκ μέρους των κατοίκων. Tο μεσημέρι, με διαταγή του Διαδόχου, αναχωρούμε για τα Γιάννινα, για να υψώσουμε τη σημαία και να αναλάβουμε τη φρουρά. Διά μέσου των χωριών Σταυράκι και Νεοχώρι μπαίνουμε στα Γιάννινα. Η υποδοχή αποθεωτική. Ζητωκραυγές ουρανομήκεις. Πετούν φέσια στον αέρα και τα ποδοπατούν εκδικητικά. Ύστερα από δουλεία πέντε αιώνων η Ήπειρος ανέπνεε πλέον ελεύθερο αέρα. Στο Φρούριο, στο Διοικητήριο και σε όλα τα δημόσια καταστήματα, κυματίζει περήφανη η γαλανόλευκη. Εγκαταστάθηκε Φρουραρχείο με φρούραρχο το Ζέρβα και υποφρούραρχο το λοχαγό Πραντούνα. αποσπάστηκαν περιπολίες σε όλες τις ύποπτες συνοικίες. Yπήρξε πρόνοια για κάθε ενδεχόμενο, γιατί ακόμα οι πολίτες δεν είχαν εξοπλιστεί, ούτε ο στρατός.
Τη νύχτα φιλοξενήθηκα στο φίλο μου Λέοντα Βοίλα. Μόλις ξημέρωσε όλοι οι φαντάροι είχαν επιδοθεί στο πλιάτσικο και στο γλέντι. Ψωμί δεν υπάρχει πουθενά. Μονάχα μια ελεεινή μπομπότα που την πουλούσαν 2 δρχ. την οκά. Κρασί όμως υπήρχε άφθονο. Η επιμελητεία έχει αναλάβει τον επισιτισμό των κατοίκων, μεταφέροντας αδιάκοπα άλευρα και πετρέλαιο, γιατί ολόκληρη η πόλη βυθιζόταν, κατά τη νύχτα, στο επίφοβο σκοτάδι. Αυτό προσπαθούν να το αντιμετωπίσουν με σπερματσέτα.
Aρχισαν ήδη να καταφτάνουν οι αιχμάλωτοι από την Καστρίτσα, το Μπιζάνι και τα άλλα αμυντικά σημεία. Πολλοί κατόρθωσαν να διαφύγουν προς τη Βόρειο Ήπειρο, την καταδίωξή τους ανέλαβε η 8η Μεραρχία υπό τον Ματθαιόπουλο. Αυτοί δεν είναι πλέον άνθρωποι. είναι σκελετοί. Η πείνα τους έκανε εντελώς πτώματα. Με λαχτάρα και οίκτο φωνάζουν: « Εκμέκ....... εκμέκ».
Καθημερινά ξημέρωναν 150-200 πεθαμένοι από την πείνα μέσα στον Κισλά (=στρατώνα).
Στις 22 Φεβρουαρίου –αν δεν απατώμαι, γιατί η χαρά και το γλέντι δεν με άφησαν να συνεχίσω το ημερολόγιό μου- εισήλθε θριαμβευτικά, επί κεφαλής του στρατού, υπό τις επευφημίες του Ηπειρωτικού λαού, και ο Διάδοχος, καταλύσας στην οικία του Σακελλαρίου. Οι στρατιώτες κάνουν ωραίες βαρκαρόλες στη λίμνη και κυνηγούν φαλαρίδες. Ομαδικά μεταβαίνουν στο μαγευτικό Νησί και την ονομαστή Ντραμπάντοβα. Τις αποκριές τις πέρασα στο Στρούνι, στο Ν. Σιαφάκα, με τον πατέρα μου και τον αδελφό μου Βασίλη. Ήμουν αγγελιοφόρος στο Φρουραρχείο και περνούσα πολύ ωραία. Ξαφνικά όμως η Μεραρχία μου παίρνει διαταγή να αναχωρήσει για το Αργυρόκαστρο. όλα τα όνειρά μας διαλύονται.
Πηγή : Σύνδεσμος Αποφοίτων Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου