«Για μας που γεννηθήκαμε τη δεκαετία του ’50 ο πόλεμος ήταν
τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά. Οι γονείς μας, αν και τον είχαν ζήσει
πρόσφατα, δεν ήθελαν να μιλούν γι’ αυτόν. Ακόμα και όταν εξιστορούσαν κάποια
γεγονότα επέμεναν στην πείνα της κατοχής και όχι στον ηρωισμό του μετώπου ή της
αντίστασης.
Ποτέ δεν έμαθα από τους δικούς μου για το ρόλο τους, στον πόλεμο,
στην αντίσταση και μετά στο «κίνημα», αν και υπήρξαν ενεργοί από τη μεριά του
ΕΑΜ και της αριστεράς. Και αργότερα, όταν μεγάλωσα και κάτι καταλάβαινα, ρώτησα φίλους και συντρόφους τους και πήρα
την απάντηση. «Εκείνοι σου είπαν; Όχι ε; Ούτε εμείς θα σου πούμε. Ούτε για
κείνους αλλά ούτε και για μας. Τέλειωσαν αυτά, ας κοιτάξουμε μπροστά».
Πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί απέφευγαν οι άνθρωποι
εξιστορήσεις πολεμικής ανδρείας, στις οποίες λίγο ή πολύ συμμετείχαν. Μάλλον
γιατί πίστευαν ότι «τελείωσαν αυτά». Ή μήπως η ανδρεία δεν εξιστορείται από
τους ανδρείους; Όταν βιώσεις τη φρίκη του πολέμου, του ανοιγμένου κρανίου, του
μέλους που κείτεται πάνω στο χιόνι μοναχό, δεν θέλεις να ζεις μαζί τους και
μετά. Σου φτάνει αυτό που είδες και που έζησες. Αλλά ούτε και τη βία του
μετέπειτα διχασμού θέλεις να ανασκαλεύεις. Και ας είσαι από την πλευρά των
ηττημένων και των καθημαγμένων. Δεν τα θεωρείς παράσημα που πρέπει να τα
επιδεικνύεις. Είδα παράσημα σε άκαπνων και προδοτών το πέτο. Εκείνη τη στιγμή
στάθηκες σε μια πλευρά. Πέρασε και πάει.
Έχεις άλλα για να νοιαστείς. Να ορθοποδήσεις, να ερωτευτείς,
να ξοδευτείς ειρηνικά, να μεγαλώσεις τα παιδιά σου, να πας παρακάτω. Να ζήσεις.
Γι’ αυτό και ο κόσμος ερωτεύονταν σαν τρελός εκείνες τις μέρες τις εμπόλεμες
και περισσότερο μετά. Γι’ αυτό και τα
σόγια και οι παρέες έσμιγαν ξανά και πάλι στα πλινθόκτιστα, γύρω από γραμμόφωνα
και πάνω «στα τσιμέντα στα πλακάκια» κορόιδευαν το χάρο, μιας και του ξέφυγαν.
Τους αγαπώ εκείνους τους ανθρώπους, οι περισσότεροι φυσικά δεν
ζούνε πια. Ούτε και ξέρω ποιοι ήταν με τους δίκαιους και ποιοι με τους άδικους.
Και αν το ήξερα κάποτε, σήμερα το έχω «ξεχάσει». Γι’ αυτό σιχαίνομαι όσους
φυσούν το μίσος και προσπαθούν να φουντώσουν τη φωτιά της εμφύλιας διαμάχης.
Γι’ αυτό και αρνούμαι να δω στο πρόσωπο
του σημερινού γερμανού ή ιταλού συνεταίρου τον απόγονο του ναζιστή ή του
φασίστα. Και νομίζω, οι περισσότεροι γύρω μου.
Διάβασα την ιστορία από όλες τις
πλευρές, κάτι έμαθα, την αλήθεια, ποια αλήθεια και ποιανού;Θα ήταν πολιτικά
ορθό να μάθουμε όλοι κάποια στιγμή τη μια και μόνη αλήθεια, αυτή των γεγονότων.
Μα δεν μπορούμε. Η ιδεολογία θα κανοναρχεί την ιστορία, οι ερμηνείες θα
διαφέρουν, τα πάθη θα βρίσκουν δικαίωση, η μνήμη θα είναι εμπόδιο στα επόμενα
βήματα. Γι’ αυτό αγαπώ τη λήθη.
Κάποιοι προσπαθούσαν επί χρόνια να μας επαναφέρουν στα
χαρακώματα. Μόχλευση πολιτική πάνω στη φρίκη. Μέχρι και αντάρτικα τραγουδούσαμε
πάνω από τη ρετσίνα και το κολοκυθάκι το τηγανητό, σε ταβέρνες. Γένια, μάτια
γλαρά, γροθιές υψωμένες. Τραγικό και κωμικό συνάμα. Ιδιοτελείς; Παλιάνθρωποι;
Αφελείς; Ονειροπόλοι; Αμετανόητοι; Δεν έμαθα, ούτε με νοιάζει πια. Τους έχω
ξεχάσει.
Ακόμα και σήμερα κάποιοι με γαρίφαλο στο πέτο μάς προτρέπουν
«ως την τελική νίκη». Ποια νίκη; Του τίποτα. Εμείς θα συνεχίσουμε να ζούμε ήσυχα και απλά, δεν
θέλουμε πια να πολεμήσουμε κανέναν, ούτε να νικήσουμε ούτε να ηττηθούμε. Δεν
θέλω να πάω επίσκεψη στη Μακρόνησο. Δεν θέλω να δω τον Βούλγαρη και τους
διακόσιους της Καισαριανής. Αν ήταν μια ιστορία άλλων, ξένων, μακρινών, θα
πήγαινα. Αλλά είναι των δικών μου και την ξέρω από πρώτο χέρι. Δεν τη θέλω ούτε
σαν εκδρομή, ούτε σαν ταινία. Μου φτάνει που την έζησαν αυτοί που με ανάθρεψαν.
Χέρια που πολέμησαν και δεν υπάρχουν πια».
(Άρθρο του Λ.Kαστανά από το AThensvoice)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου